Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Τι άφησε πίσω η επίσκεψη Ερντογάν

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα απετέλεσε αφορμή για την έναρξη μίας φάσης κινητικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατά καιρούς είχαμε προβεί στη διαπίστωση ότι η Ελλαδική κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί σε μία ρητορική και πρακτική που θα προκαλούσε διπλωματικό κόστος να αρνηθεί σήμερα το διάλογο. Επιπλέον, είχαμε αναλύσει την στοχοθεσία της Ελληνικής πλευράς, η οποία, πέραν της προσπάθειας να κατευνάσει την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας, αποβλέπει στο να αναγκάσει την Άγκυρα, μέσω της διαδικασίας του διαλόγου να αποδεχθεί την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ερώτημα στρατηγικής, όμως, που προκύπτει από αυτήν την υπόθεση είναι κατά πόσο η Χάγη θα μπορούσε να αποτελέσει σταθερή επιδίωξη ή ακόμη υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Το ερώτημα αυτό φέρει στην επιφάνεια ένα βασικό ζήτημα: αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί σήμερα ασφαλή επιλογή για την Ελλάδα.

Όπως ξεκαθάρισε ο Ερντογάν, η Τουρκία στοχεύει σε μία διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης ενώ η Ελληνική κυβέρνηση επιμένει στη λογική που καθόρισε η απόφαση στο Ελσίνκι το 1999, δηλαδή σε περίπτωση που οι διερευνητικές επαφές δεν καταλήξουν να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με αυτό τον τρόπο, η Ελληνική πλευρά, σε επίπεδο διπλωματίας, προδιαγράφει την τακτική της, ότι δηλαδή θα επιδιώξει να διαμορφωθεί ένα κλίμα ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκειμένου να εγκλωβίσει την Τουρκία σε μία λογική μειωμένης έντασης που τελεολογικώς θα οδηγήσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εδώ μπορεί να εντοπιστεί η πρώτη δυσκολία που θα πρέπει η Ελληνική διπλωματία να προσμετρήσει στην στρατηγική της. Εκ των πραγμάτων, η Αθήνα εκλαμβάνει τη Χάγη ως προέκταση της εξωτερικής της πολιτικής. Μπορεί, όμως, η Ελλάδα να είναι σίγουρη ότι η Χάγη θα είναι ευθεία συνέχεια ή καλύτερα, υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;

Κατ’ αρχάς, το Διεθνές δικαστήριο είναι μεν θεσμός δικαίου, έχει όμως, αποδειχθεί στο παρελθόν ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες δεν το εξαιρούν. Επιπροσθέτως, η Χάγη μπορεί να επιλύσει οριοθετημένες διαφορές και είναι αναγκαίο να υπάρξει προηγουμένως συνυποσχετικό, επί του οποίου θα εξαρτηθεί η απόφαση. Εδώ εισερχόμαστε στην ουσία της στρατηγικής στοχοθεσίας που έχει να κάνει με το ερώτημα: τι ακριβώς θα παραπεμφθεί προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;

Η πάγια θέση της Ελλάδος είναι ότι η μοναδική νομική διαφορά που αναγνωρίζει είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Επομένως, τα υπόλοιπα θέματα που εγείρει η Τουρκία, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και η θέση περί «γκρίζων ζωνών», βάση της οποίας διεκδικεί ένα σημαντικό αριθμό βραχονησίδων και νησίδων, είναι πολιτικές μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας.

Μία επιλογή για την Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το νομικό θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, είναι η εγκατάλειψη αυτού του επιχειρήματος και αντικατάστασή του από την απαίτηση για οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, όπως προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), δικαίωμα το οποίο έχουν ασκήσει όλες οι μεσογειακές χώρες που είναι μέλη της ΕΕ πλην της Ελλάδος, λόγω των Τουρκικών απειλών, καθώς επίσης και η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα. Το επιχείρημα αυτό θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την Ελληνική νομική θέση. Το γιατί δεν έγινε μέχρι σήμερα, αυτό είναι ένα θέμα που έχει να κάνει με δομικά προβλήματα επαναπροσδιορισμού της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Εδώ όμως, θα ήταν στρατηγικώς επικίνδυνο, για την Ελληνική πλευρά να εισέλθει σε ένα διάλογο και να θεωρεί ότι η Τουρκία θα συμφωνήσει να παραπεμφθούν στη Χάγη μόνο η νομική διαφορά που θέλει η Ελλάδα. Η Τουρκία, σίγουρα θα απαιτήσει στον ελληνοτουρκικό διάλογο να παραπεμφθούν και το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και το θέμα των «γκρίζων ζωνών». Επιπλέον, η Τουρκία πιστεύει ότι θα καταφέρει να παραπεμφθεί στη Χάγη το εύρος του ελληνικού εναερίου χώρου με το σκεπτικό ότι η σημερινή κατάσταση δηλαδή, έξι ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα και δέκα εναέριος χώρος καθιστά νομικώς επισφαλή την ελληνική θέση, ελπίζοντας ότι θα αναγκάσει την Ελλάδα να υποχωρήσει στα έξι και να ευθυγραμμιστεί. Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν αποσύρει το casus belli εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ., όπως προνοεί η Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας.

Στο πρώτο θέμα η θέση της Ελλάδος είναι νομικά αδύνατη λόγω της πρόνοιας της Συνθήκης της Λωζάνης που προνοεί αποστρατιωτικοποίηση. Τυχόν απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για αποστρατιωτικοποίηση, λόγω της στρατηγικής σημασίας των νήσων για την ασφάλεια της ηπειρωτικής Ελλάδος, η Τουρκία θα αποκτήσει αυτομάτως το πλεονέκτημα να θέσει σε στρατηγική ομηρία την Ελλάδα.

Στο δεύτερο θέμα, αν και η θέση της Ελλάδος είναι πολύ ισχυρή, πάντα υπάρχει στο μυαλό η πιθανότητα επηρεασμού του Δικαστηρίου από πολιτικά κριτήρια.

Συνεκδοχικώς και συμπερασματικώς, η Χάγη δεν πρέπει να φαντάζει ως ένα ρομαντικό πεδίο που θα συμπληρώσει και θα ενισχύσει την Ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Ελλάς θα πρέπει να επιμένει ότι μοναδική διαφορά είναι η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, εγκαταλείποντας το απηρχαιωμένο αίτημα για την υφαλοκρηπίδα. Σε περίπτωση όμως που τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα άλλα δύο αιτήματα αυτομάτως τίθενται Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην κρίση τρίτων, ενώ Τουρκικά ουδέν. Άρα, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει ενώ η Ελλάς θα πάρει ένα σημαντικό ρίσκο.

http://www.geopolitics-gr.blogspot.com/

Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα σας προσκαλεί σε εκδήλωση, τη Δευτέρα 31 Μαΐου στις 7:15 μ.μ στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της Τραπέζης Κύπρου (Λεωφ. Μακαρίου 117) Λεμεσός

Χαιρετισμός Ανδρέας Παστελλάς
Πρόεδρος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Παρουσίαση του βιβλίου
«Τα Οικονομικά της Ομοσπονδίας, του Σχεδίου Ανάν και του Κυοφορούμενου Νέου Σχεδίου Λύσης»

Δρ Χριστόδουλος Χριστοδούλου
Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών, τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Εισαγωγή – Συντονισμός
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Πληροφορίες
25720993 - 99552810

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Δυναμικά ξαναμπήκε στη Λεμεσό η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα. Μετά την επιτυχημένη συζήτηση που διοργάνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο στο ξενοδοχείο Ajax κάνει εμφανή την παρουσία της με ανακοινώσεις για τρέχοντα θέματα πολιτικής. Επίσης έχει αρχίσει να λειτουργεί ιστοσελίδα της κίνησης με ενδιαφέροντα άρθρα και σχόλια για την επικαιρότητα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδα στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Τουρκικοί επικοινωνιακοί ελιγμοί με τον Πατριάρχη

Τις τελευταίες μέρες άρχισε να πλασάρεται στον τουρκικό Τύπο η ιδέα ότι θα πρέπει ο πρωθυπουργός Ερντογάν να συνοδεύεται κατά το επικείμενο ταξίδι του στην Αθήνα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Αν και τίποτα, μέχρι στιγμής, δεν έχει ανακοινωθεί ελπίζουμε ότι ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας δεν θα υποπέσει στο σοβαρό σφάλμα να μετατραπεί σε υποκείμενο επικοινωνιακής και πολιτικής εκμετάλλευσης από τον Ερντογάν. Αν αυτό το ενδεχόμενο μετατραπεί σε γεγονός, τότε ο Τούρκος πρωθυπουργός θα αποκομίσει δύο πλεονεκτήματα: πρώτον, θα καταφέρει να εκπέμψει προς την ΕΕ την εικόνα κράτους που σέβεται τον πλουραλισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεύτερον θα νομιμοποιηθεί σε αυτό που πιθανότατα προτίθεται να πράξει, δηλαδή να θέσει σκληρά αιτήματα έναντι της Ελλάδος για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.

Η ανώτερη ιεραρχία της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του οικουμενικού Πατριάρχη, είχαν ταχθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ με το σκεπτικό ότι η ΕΕ θα ανάγκαζε την Τουρκία να εκσυγχρονίσει το πολιτικό της σύστημα, μια αλλαγή η οποία θα απέβαινε επωφελής για το μέλλον της μειονότητας και του Πατριαρχείου.

Παρά τα τέσσερα χρόνια ενταξιακού διαλόγου, δεν υπάρχει σήμερα κάτι το αισιόδοξο για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φθίνει διαρκώς και υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει περίπου 1.000-1.200 άτομα. Τα σχολεία έχουν περίπου 240 μαθητές και στις δώδεκα τάξεις, από τους οποίους σχεδόν το ένα τρίτο είναι παιδιά Χριστιανών Αράβων και όχι Ελλήνων.

Επιπλέον, μη ικανοποιητική είναι και η κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεθνώς, ο Πατριάρχης τυγχάνει σεβασμού ως ο πνευματικός ηγέτης περίπου 200 εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο δηλαδή ως «πρώτος μεταξύ ίσων» των πέντε παραδοσιακών Πατριαρχών των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για την νομοθεσία της Τουρκίας, όμως, είναι απλώς ο θρησκευτικός ηγέτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Αυτή η διένεξη έχει ως αποτέλεσμα, κάτι που είναι άγνωστο στους πλείστους εκτός Τουρκίας, το Πατριαρχείο να μην έχει νομικό καθεστώς και επομένως και ιδιοκτησία. Μπορεί η Τουρκία να εκλαμβάνει και να αντιμετωπίζει, εκ των πραγμάτων, το Πατριαρχείο ως τουρκικό ίδρυμα, το Πατριαρχείο, όμως, απαιτεί και διεκδικεί ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο, το οποίο να αντανακλά τη διεθνή του θέση, και παράλληλα να το προστατεύει από τις επιπτώσεις της εκάστοτε τουρκικής μειονοτικής πολιτικής, την οποία τα μειονοτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει τραγικά και ακριβά.

Άλλες ολοφάνερες παραβάσεις διεθνών κανόνων έχουν να κάνουν με την τεράστια περιουσία των μειονοτικών ιδρυμάτων στην επικράτεια της Κωνσταντινούπολης. Με μία απόφαση του Συμβουλίου του Κράτους το 1974, το Τουρκικό κράτος μπόρεσε να κατάσχει όλη την περιουσία που δεν είχε δηλωθεί από τα μειονοτικά ιδρύματα κατά την καταγραφή του 1936. Με βάση το την απόφαση του 1974, ό,τι έχει αποκτηθεί μετά το 1936 από τα ιδρύματα, μέσω δωρεών ή αγορών, θεωρείται παράνομο, αφού τα Ελληνικά, όπως και τα Αρμενικά μειονοτικά ιδρύματα θεωρήθηκαν «αλλοδαπά» άρα δεν ήταν κατοχυρωμένα νομικώς να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Έτσι, κάνοντας χρήση αυτής της απόφασης, το Τουρκικό κράτος ανάγκασε το Πατριαρχείο να επιστρέψει τα ακίνητα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και, αν ο ίδιος ή οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, όπως συνέβαινε στις πλείστες των περιπτώσεων, η ακίνητη περιουσία περιήρχετο στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους. Με αυτή τη διαδικασία τα τελευταία 35 χρόνια, μεγάλος αριθμός υποθέσεων κατέληγε στα δικαστήρια και με συνοπτικές διαδικασίες ένα σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατασχέθηκε.

Το Τουρκικό κράτος φροντίζει επιμελώς να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, με το να αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικά κληρονομιάς σε Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που ζουν στο εξωτερικό, ευελπιστώντας ότι αργά ή γρήγορα η περιουσία τους θα περιέλθει «νόμιμα» στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο αν προσμετρήσει κάποιος και τα δύο άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το Πατριαρχείο. Το πρώτο αφορά στους περιορισμούς που θέτει η Τουρκία για το κλήρο του Πατριαρχείου κάτι που ενδέχεται να δυσχεράνει σημαντικά τη στελέχωση αυτού του αρχαιότερου σήμερα θεσμού των Βαλκανίων στην επόμενη γενιά. Μόνο Τούρκοι υπήκοοι επιτρέπεται να γίνουν Επίσκοποι ή Πατριάρχες, και η Τουρκία αρνείται να παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε ορθόδοξους κληρικούς που θέλουν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο αφορά στο, από το 1971 κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εκπαίδευση νέου κλήρου που θα στελεχώσει στο μέλλον το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η ευδιάκριτη διαπίστωση που μπορεί κάποιος να κάνει μέσα από αυτά τα δεδομένα είναι ότι η Τουρκία συνεχίζει την Ευρωπαϊκή της πορεία ενώ οι μεγάλες προσδοκίες για παράλληλη βελτίωση της κατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξελίσσονται σε φρούδες ελπίδες. Αυτή την πραγματικότητα δεν θα πρέπει να την αγνοήσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε περίπτωση που του ζητηθεί από τον Τούρκο πρωθυπουργό να τον συνοδεύσει κατά το επίσημο ταξίδι του στην Αθήνα.


Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα