Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η αποχαύνωση ως παιδαγωγική μέθοδος

Ρωτάς τα παιδιά, τους μαθητές: «τι δώρο θέλεις να σου προσφέρουν οι γονείς, οι συγγενείς, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, στη γιορτή σου ή στα γενέθλιά σου;».

Παρένθεση: Η ονομαστική εορτή σχεδόν καταργήθηκε. Σχεδόν κανένα παιδί δεν γιορτάζει, δεν κερνάει, δεν προσκαλεί την ημέρα της χριστιανικής γιορτής. Υπάρχουν μόνο τα γενέθλια. Η δυτικόφερτη φραγκοσυνήθεια έχει επικρατήσει πλήρως. Και αυτά ακόμη τα γενέθλια δεν εορτάζονται στο γονικό σπίτι, αλλά σε κάτι φανταχτερές, ιδιωτικές παιδοφυλακές.

Το παιδί της πόλης, ως γνωστόν, ευρίσκεται υπό διωγμόν από την ευλογημένη πατρική εστία. Φωνάζουν, λερώνουν, γελούν, κλαίνε, μαλώνουν, πεινούν, πράγματα απαράδεκτα για ένα ψευτοπολιτισμό, που θέλει τα πάντα αποστειρωμένα και αποστεωμένα. Ακόμη και μηνύσεις υποβάλλουν ενοχλημένοι γείτονες και περίοικοι κατά παιδικών φωνών.

Ας κάνουν όλοι υπομονή. Οσονούπω θα καθιερωθεί το λεγόμενο ολοήμερο σχολείο, οπότε θα επιστρέφουν εξουθενωμένα, το απόγευμα τα παιδιά στο σπίτι, για να ξαναρχίσει το φροντιστηριακό λαχάνιασμα. Οι γονείς θα περιορίζονται σε μια «καληνύχτα» και ένα «καλημέρα» και μετά θα αναρωτιούνται, εν φόβω και τρόμω, γιατί έμπλεξε αυτό το παιδί.

Σημείωση ακροτελεύτιος της παρένθεσης: στα βιβλία γλώσσας – περιοδικά ποικίλης ύλης του Δημοτικού, δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη νύξη για ονομαστική εορτή. Υπάρχουν μόνο γενέθλια.

Επανέρχομαι στο προλογικό ερώτημα. Τα παιδιά εν χορώ απαντούν: κινητό τηλέφωνο ή υπολογιστή. Και τα παιχνίδια ακόμη που επιθυμούν «διαπλέκονται» με υπολογιστές. Και πώς αλλιώς; Νυχθημερόν βομβαρδίζονται από ελκυστικότατες συσκευές της επικοινωνίας. Όπου και να στρέψουν το βλέμμα τους, αντικρίζουν το «αντικείμενο του πόθου». Γονείς, δάσκαλοι, φίλοι και συγγενείς όλοι μ’ ένα κινητό στο χέρι. Επικοινωνώ άρα υπάρχω.

Όπως προσφυώς ειπώθηκε για να εξασφαλίσουν την συνοχή τους οι κοινωνίες με μνήμη χρησιμοποιούν την ιστορία και οι κοινωνίες χωρίς μνήμη χρησιμοποιούν την επικοινωνία. Διάβασα πρόσφατα επιστολή μητέρας παιδιού της Α΄ Γυμνασίου. Διαμαρτυρόταν γιατί το παιδί της «εισέρχεται ανεξέλεγκτα όσες ώρες αυτή εργάζεται, σε ιστοσελίδες, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε ασύρματη σύνδεση υπάρχει στην πολυκατοικία». Ο φορητός υπολογιστής, υπενθυμίζω, είναι δώρο του υπουργείου, πρώην εθνικής, Παιδείας στα γυμνασιόπαιδα της πρώτης τάξης. Ως συνήθως κατόπιν εορτής οι ενστάσεις.

Τώρα που το υπουργείο προτίθεται από την πρώτη δημοτικού να καθηλώσει τα ανυπεράσπιστα παιδιά μπροστά σε υπολογιστές, θα αντιδράσει κανείς; Απορώ και εξίσταμαι! Δεν κατανοούν οι γονείς το έγκλημα που σχεδιάζεται εις βάρος των παιδιών τους.

Στο προσχέδιο του «νέου σχολείου» που οραματίζεται η διαβιουπουργός, καταγράφεται σαφέστατα ότι όλα, έμβια και άβια, αποκτούν ψηφιακή υπόσταση. Ακόμη και ο δάσκαλος, ως φυσική παρουσία, ως πρόσωπο θα καταργηθεί. Θα περιοριστεί σε ρόλο, θα χειρίζεται πλήκτρα, τα οποία θα μεταφέρουν στον εγκέφαλο των παιδιών τις αναχωνευμένες στα εργαστήρια του πολυπολιτισμικού – αποχαυνωτικού υπουργείου παιδομαζώματος, πληροφορίες. Οι νέες γενιές, θα είναι οι μικροί πειθαρχημένοι στρατιώτες, προετοιμασμένοι από ένα σχολείο πνιγμένο από την εμποροχυδαία πραγματικότητα.

Έχω χαρακτηρίσει τα νέα σχολικά βιβλία της γλώσσας, κακέκτυπο του διαδικτύου. Προφανώς στάλθηκαν ως ένα είδος προπαιδείας σ’ αυτό που έρχεται. Ό, τι αντικρίζει ο μαθητής στην τηλεόραση μεταφέρθηκε στο βιβλίο. Συνταγές μαγειρικής, μικρές αγγελίες, διαφημίσεις, κείμενα ανούσια, ολιγόλογα, κείμενα χρήσιμα για την υποβολή μιας αίτησης ή ενός σύντομου βιογραφικού για μια θέση υποαπασχόλησης. Σε μια γλώσσα παρδαλή, τραυματισμένη, μιξοελληνική.

«Πολλές ρήσεις έχουμε δει ν’ ανατρέπονται, ποτέ όμως την αποφθεγματική εκδοχή: όπου γλώσσα πατρίς», θα πει ο Ελύτης στον «κήπο με τις αυταπάτες». Αν έβλεπε τα τωρινά βιβλία ίσως θα δυσκολευόταν να γράψει αυτό το «ποτέ».

Σχολείο ψηφιακό είναι σχολείο της ορθοπεταλιάς, για να παραφράσω τον τίτλο ενός σπουδαίου βιβλίου του Γ. Καλιόρη. («Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς»). Ένα σχολείο που ξεθεωμένο τρέχει να προλάβει τις δήθεν εξελίξεις, να ανοίξει, όπως λέει ένα κρανιοκενές ευφυολόγημα, στη ζωή.

Όμως το σχολείο, για να παραμείνει σχόλη και σχολή, οφείλει να είναι συντηρητικό, με την απλή και πρωταρχική σημασία της λέξης. Να συντηρεί τα πολυτίμητα τζιβαϊρικά που παρέλαβε απ’ όσους πέρασαν και να τα παραδίδει στους νεότερους, εμπλουτίζοντας, βέβαια, την παράδοση με τα άξια λόγου και μίμησης (αξιόλογα και αξιομίμητα) νεότερα. «Μου φαίνεται ότι ο συντηρητισμός νοούμενος ως συντήρηση, αποτελεί την ίδια την ουσία της εκπαίδευσης, η οποία έχει πάντοτε ως έργο της να περιβάλλει και να προστατεύει κάποιο πράγμα – το παιδί έναντι του κόσμου, τον κόσμο έναντι του παιδιού, το καινούργιο έναντι του παλαιού, το παλαιό έναντι του καινούργιου», εξηγεί η Χάννα Άρεν, ήδη από το 1958, στο απροσπέλαστο δοκίμιό της «η κρίση της εκπαίδευσης».

Πώς όμως να εξηγήσεις την συντηρητική διάσταση που πρέπει να έχει το σχολείο σήμερα, σε ανθρώπους «ξιπασμένους οψίπλουτους», της μάθησης, που υποστηρίζουν ότι «το Νέο Σχολείο είναι πρώτα απ’ όλα ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ…ΤΟΙΧΟΥΣ! Ένα σχολείο ανοικτό στις ιδέες και στην κοινωνία, στην γνώση και το μέλλον, που αξιοποιεί κάθε σύγχρονο εργαλείο. Ο διαδραστικός πίνακας, το ηλεκτρονικό βιβλίο, το ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό, ο προσωπικός μαθητικός υπολογιστής». (Α. Διαμαντοπούλου. Υποψιάζομαι ότι εκείνο το «τοίχους» γράφτηκε αντί του «τείχη». Από κάτι τέτοιες σαπουνόφουσκες παρασύρονται κάποιοι δάσκαλοι και τριγυρίζουν με τους μαθητές τους ολημερίς και ολονυχτίς, τάχα και εκπαιδευτικές επισκέψεις, αντί να στρωθούν να κάνουν μάθημα μες στην τάξη).

Το κακό είναι πως σ’ αυτόν τον τόπο ό,τι δεν έχει πρόσφατη ημερομηνία έχει ποινικοποιηθεί. Πάσχουμε από άκρατο και άκριτο, ας μου συγχωρεθεί ο όρος, «νεανισμό». (Θυμήθηκα μια φράση του Χάιντεγκερ: «το δέντρο μεγαλώνει από τα κλαδιά του αλλά και από τις ρίζες του»). Βλέπουμε τις ολέθριες συνέπειες αυτού του καταστρεπτικού δόγματος: ό,τι αρέσει στους νέους. Γι’ αυτό και υπολογιστές και διαδίκτυο από το δημοτικό.

Αντί το σχολείο να είναι θεματοφύλακας των τιμαλφών αξιών του Γένους και κάστρο συντήρησης τους, μεταβάλλεται σε πολλαπλασιαστή της περιρρέουσας αμορφωσιάς. Η αναγωγή της αποχαύνωσης σε καινοτόμο παιδαγωγική μέθοδο. Αν υλοποιηθεί η εξαγγελία της διαβιουπουργού σε μερικά χρόνια δίπλα από κάθε σχολείο θα χτίζεται και ένα κέντρο απεξάρτησης των νέων από τις νέες τεχνολογίες.

Πώς να τα εξηγήσεις όμως αυτά σε ανθρώπους που θεωρούν το σχολείο χώρο πειραματισμών, επικοινωνίας, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών και ταξικών ανισοτήτων, εντάξεως των μεταναστών και άλλων εύηχων πραγμάτων;

Θα κλείσω με κάτι που αυτές τις ημέρες μου προκάλεσε «θλίψιν απαρηγόρητον». Προμηθεύτηκα τα αναγνωστικά που είχαν οι μαθητές του δημοτικού πριν από το 1983, πριν ενσκήψει η λαίλαπα του προοδευτισμού. Έχω ενώπιόν μου της Ε΄ δημοτικού. (Στην οποία φέτος διδάσκω). Διαβάζω ονόματα λογοτεχνών που στολίζουν τις σελίδες του: Σολωμός, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Καρκαβίτσας, Κονδυλάκης, Νιρβάνας, Ξενόπουλος, Παπαδιαμάντης, ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η πατρίδα μας.

Πιάνω τα τωρινά με τις συνταγές μαγειρικής και τις οδηγίες χρήσης καφετιέρας και απελπίζομαι. (Περίπου 20 συνταγές στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Ένα ή δύο τα δημοτικά τραγούδια. Σαφές το μήνυμα: αποκοπεί από τις ρίζες και εθισμό στην ευτέλεια). Σκέφτομαι ότι αν μορφώσουμε μια γενιά Ελλήνων με τα «συντηρητικά» εκείνα βιβλία, θα βγουν άνθρωποι που θα σώσουν την πατρίδα μας. Πράγμα βέβαια αδύνατον, όσο επιβιώνει η τιποτοκρατία.

Υπό τις σημερινές συνθήκες, καθώς θα ‘λεγε και ο ποιητής, «το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε».


ΑΠΟ ΡΕΣΑΛΤΟ
Γράφει: Ο Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Περί εθνικής ιστοριογραφίας στην Τουρκία

Κατά καιρούς εγείρεται ως πολιτικό πλέον θέμα η επανασυγγραφή των εγχειριδίων ιστορίας και ο δημόσιος διάλογος που ενσκήπτει επικεντρώνεται στις ιστορικές πτυχές που αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέσα από το διάλογο προκύπτουν ευδιάκριτα δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο η συζήτηση καταδεικνύει συγκεκριμένες σχολές σκέψεις ιστοριογραφίας και σε δεύτερο επίπεδο η συζήτηση προσεγγίζει και εξαντλεί το θέμα εξολοκλήρου ως πολιτικό. Η πρώτη τάση κινείται αναμφίβολα σε επίπεδο επιστημονικών επιχειρημάτων και, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με τις απόψεις που παρατίθενται, οφείλει να παραδεχθεί ότι σε αυτό το επίπεδο κυρίαρχο στοιχείο είναι ο ορθολογισμός. Το δεύτερο επίπεδο δεν μπορεί να μπει στη βάσανο της αξιολόγησης και της κριτικής γιατί είναι πλέον αρχή ότι η ιστοριογραφία δεν προσαρμόζεται στις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα γένεσης εθνικής ιστοριογραφίας, η οποία εξαρχής λειτούργησε ως εργαλειοποιημένη πολιτική διαδικασία επιβολής κρατικής ιδεολογίας είναι η Τουρκική. Καλό θα ήταν να το γνωρίζουν μερικοί προτού προχωρήσουν σε αφελείς αναφορές του τύπου ότι ένθεν και ένθεν είναι όλα τα ίδια.

Η περίοδος από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το 1923, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χαρακτηρίζεται από τη θεμελιακή αναδόμηση της τουρκικής κοινωνίας με μοναδικό ρυθμιστή των εξελίξεων το ίδιο το κράτος. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η δημιουργία του κεμαλικού κράτους ανάγκασε τη νέα τουρκική πολιτική ελίτ θα εκλάβει εξ αρχής να επανεξετάσει το θέμα της ταυτότητας, τόσο ως πολιτισμική έκφραση όσο και ως ιστορική ενότητα και συνέχεια. Το γεγονός αυτό προσδιόρισε ένα πλαίσιο δράσης που εκ των πραγμάτων παρήγαγε μια βαθιά συναισθηματική διέγερση σε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού του τουρκικού έθνους.

Ο Ατατούρκ αποφασισμένος να διαρρήξει κάθε δεσμό με το τραυματικό παρελθόν της ισλαμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναγκασμένος να διαμορφώσει μια βάση νομιμοποίησης, κατέφυγε στην εφεύρεση ενός μυθικού παρελθόντος κατά το οποίο οι Τούρκοι, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία, καθίστανται πρόγονοι του παγκόσμιου πολιτισμού. Επειδή το ευρωπαϊκό στερεότυπο για τους Τούρκους θεωρούσε ότι ο λαός αυτός ήταν βάρβαρος και κατώτερος, τα νέα δόγματα του τουρκικού εθνικισμού που εμφανίστηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ρίζωσαν βαθιά επειδή διεμορφώθησαν από το επίσημο κράτος και προωθήθησαν μέσω της επίσημης εκπαίδευσης που αναφερόταν στην ιστορία των Τούρκων. Η προσπάθεια αυτή του Κεμάλ υπήρξε τόσο έντονη, ώστε, παρόλο που πολλές δογματικές τοποθετήσεις που εξεφράσθησαν τότε επισήμως δεν διακηρύσσονται σήμερα, επέφεραν ωστόσο μία ισχυρή επιρροή τόσο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, όσο και στο πλαίσιο των λαϊκών αντιλήψεων για την τουρκική ιστορία.

Ο Ατατούρκ υπήρξε εκείνος που ουσιαστικά διεμόρφωσε τη θεωρία σχετικά με την ιστορία των Τούρκων η οποία είναι γνωστή ως Turk Tarih Tezi (Η Τουρκική Ιστορική Θέση). Παράλληλα, δημιούργησε τους θεσμούς εκείνους, που θα είχαν ως επίσημο καθήκον να επεξεργαστούν, να εκλαϊκεύσουν και να διαδώσουν μέσω αυτής της θεωρίας την επίσημη εκδοχή της ιστορίας στο νεοσύστατο τότε τουρκικό κράτος. Ο Κεμάλ είχε ήδη από την αρχή συνειδητοποιήσει ότι το τουρκικό έθνος σε αντίθεση με το τουρκικό κράτος, είχε μακρόχρονη ιστορία γι’ αυτό και αρχική του επιδίωξη ήταν να τροποποιήσει την ιστορία αυτή κατά τρόπο που να δίνει αίγλη στο μακρύ παρελθόν των Τούρκων. Για τον ιδρυτή του τουρκικού κράτους ήταν πολιτική επιθυμία η επανένωση του έθνους με το παρελθόν και η εθνική ομογενοποίηση ολοκλήρου του πληθυσμού που περιήλθε μέσα στα γεωγραφικά όρια της Τουρκίας. Πιο απλά, το ζήτημα της συγγραφής της ιστορίας ήταν για τον Κεμάλ θέμα πολιτικό και όχι επιστημονικό-ακαδημαϊκό.

Τα βασικά ερωτήματα που απασχολούσαν τον Ατατούρκ όσον αφορά τη συγγραφή της τουρκικής ιστορίας προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα του ιστορικού βάθους και της ιστορικής συνέχειας ήταν:

Ποιοι ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι της γεωγραφικής έκτασης που συνιστούσε το τουρκικό κράτος και κατ’ επέκταση ποιος λαός ήταν ο πρώτος που δημιούργησε πολιτισμό σε αυτή την περιοχή,

Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στον παγκόσμιο πολιτισμό και ποια η συνεισφορά των Τούρκων στην παγκόσμια ιστορία και η ίδρυση του Οθωμανικού κράτους, ως του πρώτου τουρκικού κράτους στην Ανατολία, από ένα τουρκικό φύλο, αποτελεί ιστορικό μύθο. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εφευρεθεί μία νέα ερμηνεία για το σχηματισμό του κράτους αυτού.

Με αυτόν τον τρόπο ο Ατατούρκ, όπως και ολόκληρη η στρατιωτική ελίτ που οικοδόμησε το τουρκικό κράτος, υιοθέτησε από την αρχή τη σαφή αντίληψη ότι η ιστορία ήταν έργο του κράτους και θα έπρεπε να καταστεί ένα ισχυρότατο εργαλείο που να ικανοποιούσε τις πολιτικές ανάγκες των δύο πρώτων δεκαετιών του τουρκικού κράτους, δηλαδή της επιβολής της κρατικής ιδεολογίας πάνω στην τουρκική κοινωνία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο Κεμάλ ίδρυσε το 1931 την Επιτροπή Μελέτης της Τουρκικής Ιστορίας, η οποία συμπεριλάμβανε και στρατιωτικούς και συνεδρίαζε όπου βρισκόταν ο Ατατούρκ. Ο δε ίδιος διάβαζε, διόρθωνε και ενέκρινε τα πορίσματά της. Οι δραστηριότητες αυτής της Επιτροπής κορυφώθηκαν το 1932 με τη σύγκληση του πρώτου Συνεδρίου Τουρκικής Ιστορίας το 1932 στην Άγκυρα, όπου διακηρύχθηκε πλέον και επίσημα η Τουρκική Ιστορική Θέση, ανακηρύχθηκε κτήμα του τουρκικού έθνους και υιοθετήθηκε ως επίσημο κρατικό δόγμα.

 
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Νεοταξική παγκοσμιοποίηση και Έθνος – Κράτος

Συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από το τέλος του ψυχρού πολέμου και ένα από τα ερωτήματα που κυριαρχεί έκτοτε είναι κατά πόσο μέσα στα πλαίσια της νεοταξικής πραγματικότητας και εξέλιξης θα υπάρξει υπέρβαση των εθνικών κρατών και σταδιακή αντικατάστασή τους από πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κρατικές οντότητες. Το πρότυπο έθνους που προβάλλεται διεθνώς μέσα από τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης είναι το Αμερικανικό. Οι Αμερικανοί προσπαθούν να επιβάλουν διεθνώς το δικό τους πρότυπο παραβλέποντας το γεγονός ότι η δημιουργία των ΗΠΑ στηρίχθηκε εκ γενετής στον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, αφού ως κράτος συνεκροτήθη από μετανάστες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει αρχίσει να προκαλεί μία διαφοροποίηση ακόμα και σε παραδοσιακά εθνικά κράτη. Το γεγονός αυτό δε δικαιώνει τις ανωτέρω προβλέψεις. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας απέδειξε το αντίθετο, τη δυναμική επάνοδο του εθνικισμού και την επιβεβαίωση του έθνους κράτους. Μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας, η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία ήταν δύο κλασσικές απόπειρες για την υποχρεωτική ένταξη εθνών σε υπερεθνικές κρατικές οντότητες.

Ο 20ος αιώνας σφραγίστηκε από την ίδρυση νέων εθνικών κρατών και όλα δείχνουν ότι αυτή η τάση θα παραμείνει κυρίαρχη. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου, όμως, είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση, η οποία επιβεβαιώνει ότι μόνον εάν τα έθνη αποκτήσουν το δικό τους κράτος μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν εθελοντικά στη διαμόρφωση μίας πολυεθνικής κοινότητας.

Σχετικά με την Ευρώπη, το ζήτημα του έθνους – κράτους εμφανίζεται περίπλοκο επειδή τα σημαντικότερα έθνη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης είναι, με πλανητικά μέτρα, μεσαίες δυνάμεις, δηλαδή δυνάμεις οι οποίες ούτε μπορούν να μείνουν στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων ούτε να διατηρήσουν τη θέση τους αυτοδύναμα η καθεμιά (πολύ λιγότερο αν η καθεμιά στραφεί εναντίον των υπολοίπων). Οι δυνάμεις αυτές συνειδητοποιούν τη νέα κατάσταση πραγμάτων βαθμιαία μόνον, επειδή παλιές νοοτροπίες τις εμποδίζουν να συλλάβουν τις πλανητικές πλέον διαστάσεις των προβλημάτων και επειδή εν μέρει ακόμα ζουν από τα τεράστια αποθέματα της ιμπεριαλιστικής εποχής. Όσο διαρκούσε αυτή η εποχή, ο ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών μεταξύ τους δεν εμπόδισε την οικουμενική επικράτηση της Ευρώπης – απεναντίας μάλιστα ο ανταγωνισμός ωθούσε προς την επέκταση προκειμένου ο καθένας να μην υστερήσει σε σχέση με την επέκταση των ανταγωνιστών του.

Η κατάσταση αυτή, που κράτησε πάνω από τέσσερις αιώνες, άλλαξε τώρα διπλά: μειώνεται τόσο το ειδικό (οικονομικό, δημογραφικό, γεωπολιτικό) βάρος της Ευρώπης όσο και η κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Ο πλανήτης δεν συνομαδώνεται πλέον γύρω από τον άξονα των ανταγωνισμών αυτών, παρά τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται τώρα να συνομαδωθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι οι μεγάλοι Ευρωπαϊκοί πόλεμοι ήταν δυνατοί επειδή η Ευρώπη κυριαρχούσε στον κόσμο. Σήμερα είναι αδύνατοι επειδή η Ευρώπη έπαυσε να είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ιστορίας.

Για να καταστεί το έθνος – κράτος ξεπερασμένο, η συλλογική οντότητα θα πρέπει να διευρυνθεί και να επιλέξει μίαν άλλη μορφή οργάνωσης της πολιτικής μονάδας. Όμως, πάντοτε θα υπάρχουν και θα δρουν συλλογικές οντότητες με σκοπό να διασφαλίσουν για τους εαυτούς τους πλεονεκτική θέση στον αγώνα κατανομής-εκτός και αν καταστεί περιττή κάθε πολιτική οργάνωση, κάτι που στο παρόν ιστορικό στάδιο φαίνεται ουτοπία.

 
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα



Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Επιστημονική ή «πρακτική» ιστορία;

Κάθε χρόνο, με αφορμή είτε την εθνική επέτειο της 1ης Απριλίου είτε τις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής, έρχεται αυτομάτως στην επιφάνεια μία έντονη συζήτηση εντός της κοινωνίας μας, η οποία εξωτερικεύεται σε απλοϊκούς διαλόγους μέσω ραδιοτηλεοπτικών συζητήσεων, γύρω από την ιστορία της Κύπρου του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνος. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία τάση η οποία φαίνεται να στρέφεται ενάντια στην «Ιστορία» γιατί την ερμηνεύει περισσότερο ως την πολιτική αιτία παρά ως την απάντηση στα σημερινά προβλήματα που άπτονται και, κατά το πλείστον, επηρεάζουν το παρόν. Το αποτέλεσμα είναι κάθε χρόνο να επαναλαμβάνεται μία μανιχαϊστική νοοτροπία που να καταλήγει σε ελαττωματική αίσθηση της ιστορίας, καταφυγή στη ψύχωση, σε τάσεις περιφρόνησης της αλήθειας, έστω και όταν αυτή αποδεικνύεται εκ των γεγονότων, και σε μακάρια ικανοποίηση μέσα από την μυθοπλασία που να δικαιολογεί, με μία τάση ναρκισσισμού, το παρόν.

Στο τέλος, αυτού του είδους η «Ιστορία» αναγκαστικά δραπετεύει από το επιστημονικό πεδίο και μπαίνει στην καθημερινή μας ζωή ως μία φασματική εκδοχή του παρελθόντος μόνο και μόνο για να έχει πρακτική χρησιμότητα στις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προσανατολισμούς του παρόντος. Αυτή η «Ιστορία» λειτουργεί στα μάτια πολλών ως το δικαστήριο που δικαιώνει τις ψυχώσεις τους, τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις και μέσα από αυτές τις αυταπάτες που τους κάνουν να αισθάνονται εσαεί δικαιωμένοι.

Αυτό το θεωρώ, μέχρι ενός σημείου, δικαιολογημένο και αναπότρεπτο λόγω των ιστορικών εμπειριών που βίωσε η Κύπρος. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται η σημασία του κριτικού ρόλου του ιστορικού και της ιστοριογραφίας. Ρητορικώς, όλοι επικαλούνται την ιστορική κριτική στην πράξη όμως δύσκολα μπορεί κανείς να τη διακρίνει από την πολιτική θέση και ενίοτε από την ιδεολογική ψύχωση.

Στην Κύπρο είναι αναγκαίο η επιστημονική έρευνα να κάνει ευδιάκριτη τη διαφοροποίησή της από την πολιτική. Η ανάμειξη της πολιτικής στην ιστορία επιδιώκει ουσιαστικά να διαμορφώσει ένα «πρακτικό παρελθόν» το οποίο να είναι βολικό για το παρόν. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στο παρελθόν που επεξεργάζονται οι επιστήμονες ιστορικοί και εκείνο που κατασκευάζει η πολιτική (ενίοτε με τη βοήθεια της δημοσιογραφίας), μάς βοηθά να αντιληφθούμε και μία σχέση που υπήρξε εξαιρετικά προβληματική για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή επιστημονική κουλτούρα. Πιο συγκεκριμένα μάς βοηθά να αντιληφθούμε τη σχέση ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στη συστηματική ανάλυση του αντικειμένου και του παραλογισμού της προκρούστειας προσαρμογής των γεγονότων στις πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες του παρόντος.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν αντιθέσεις για την ερμηνεία της ιστορίας που δεν μπορούν να γεφυρωθούν και αυτό είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας του ανθρωπίνου πνεύματος. Επομένως, η διαμεσολάβηση της πολιτικής, είτε κρατικής είτε κομματικής, δημιουργεί προϋποθέσεις δέσμευσης της ιστορίας και της ιστορικής κριτικής σε πολιτικές σκοπιμότητες. Η ιστοριογραφία σήμερα στην Κύπρο έχει ανάγκη της αποδέσμευσής της από την πολιτική. Με άλλα λόγια, ο επιστήμονας ιστορικός θα πρέπει να προσεγγίζει τη σχέση και την εξέλιξη της κοινωνίας μας στον ιστορικό χρόνο έξω από τα όρια της πολιτικής πρακτικής. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη της ιστορίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο άσκησης πολιτικής κανενός κόμματος και καμιάς ιδεολογικής ομάδας. Έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαχωρίζει την ιστορική κριτική από τις επιθυμίες του (επιστημονική εντιμότητα), προσπαθώντας να αναλύσει τα κλασικά ερωτήματα του τί έγινε, πώς έγινε και γιατί έγινε, δηλαδή το ιστορικό, από το τί μπορούσε ή τί ήθελε ο ιστορικός να γίνει, δηλαδή το ουτοπικό-φαντασιακό.

Η επιστημονική ιστορία δεν προσφέρεται ως ένα πλαίσιο πολιτικών αξιών ούτε μπορεί να καταλήξει σε χρησιμοθηρικά αφηγήματα που να δικαιολογούν, και ακόμη περισσότερο να νομιμοποιούν, μία ιδεολογική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Επιπλέον, η ιστορική μνήμη δεν μπορεί στα πλαίσια της επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας να μετατρέπεται σε πολιτικό ναρκισσισμό ή στην αντίθετη περίπτωση σε πολιτική αντίσταση και, ακόμη χειρότερα, να εντάσσεται σε τεχνικές και μηχανισμούς ελέγχου από ομάδες που έτυχε να ασκούν εξουσία με ημερομηνία λήξης.

Τέλος, αυτό που δεν είναι συμβατό με την κριτική ιστορία είναι η εργαλειοποίηση του ιστορικού ο οποίος μέσα από την πολιτική και ιδεολογική του στράτευση (βλ. ψύχωση) επιχειρεί να διαμορφώσει παραστάσεις που διευκολύνουν την πολιτική διαχείριση του παρόντος μέσα από επιλεκτικά απομεινάρια του παρελθόντος. Συνεπώς, η συγγραφή της επιστημονικής ιστορίας είναι πρωτίστως πρόκληση στην προσωπική ακεραιότητα του ιστορικού αλλά και στην υπευθυνότητά του ως πολίτη.


Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ουδείς πλέον αμφιβάλλει σήμερα ότι το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσεως όπως η Ελληνική πλευρά τους διεμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις Τουρκικές θέσεις.

Οι διεθνείς πιέσεις, ιδιαίτερα οι αμερικανικές, που δέχεται η τουρκική πλευρά είναι οριοθετημένες, γεγονός που της επιτρέπει να θέτει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις χωρίς σοβαρό κόστος. Η ελληνική πλευρά στα 36 σχεδόν χρόνια που έχουν περάσει από την εισβολή, έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο. Από τη μια θα πρέπει να δείξει τη μέγιστη ευελιξία, προκειμένου να μη δώσει προσχήματα στο διεθνή παράγοντα για να επαναλάβει την πρακτική του 2004 που της κατελόγησε την ευθύνη για την απόρριψη του σχεδίου λύσης του ΟΗΕ. Στην κατάσταση που έχει περιέλθει σταδιακά η Ελληνική πλευρά, είναι πλέον διάχυτος ο φόβος ότι ένα νέο δημοψήφισμα εάν απορριφθεί δημοκρατικά από το λαό θα ανατρέψει στρατηγικούς στόχους που αφορούν οποιουσδήποτε άλλους εκτός από την ελληνοκυπρίους οι οποίοι θα κληθούν εκ νέου να πληρώσουν το κόστος της «απόρριψης της λύσης». Από την άλλη δεν μπορεί να κάνει βήμα πίσω, γιατί εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσει στο ψευδοκράτος δικαίωμα κυριαρχίας, όπως έμμεσα επιδιώκει η Τουρκική πλευρά στις συνομιλίες, το Κυπριακό θα πάψει να έχει νόημα ως πρόβλημα. Από τη στιγμή που θα αποκτήσουν δικαίωμα κυριαρχίας, κανείς δεν θα μπορεί πλέον να πιέσει τους Τουρκοκυπρίους σ’ ένα πλαίσιο πολιτικής συνύπαρξης με τους Ελληνοκυπρίους.

Τον στρατηγικό αυτό εγκλωβισμό, στον οποίο έχει περιέλθει η Ελληνική πλευρά, γνωρίζει πολύ καλά ο διεθνής παράγοντας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ερμηνεύεται και η διαλεκτική της αρνητικότητας που ανέπτυξαν και συνεχίζουν να αναπτύσσουν οι ξένοι διαμεσολαβητές. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μία υποκειμενική πραγματικότητα έχοντας την απαίτηση από την Ελληνική πλευρά να βλέπει το πρόβλημα και συνεπώς τη λύση του μέσα από την δική τους οπτική. Έτσι προσπαθούν να δημιουργήσουν παραστάσεις λύσεως μέσω της διαλεκτικής της αρνητικότητας, κραδαίνοντας από μια την απειλή της τελευταίας ευκαιρίας και από την άλλη την απειλή της νομιμοποίησης της διχοτόμησης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η τελεολογία που κατασκευάζεται και προσφέρεται ως διέξοδος είναι τραγική. Στην ουσία ποια επιλογή προδιαγράφεται για την Ελληνική πλευρά; Αποδεχθείτε όσο το ταχύτερον μία ολιγότερο επώδυνη λύση. Με άλλα λόγια, οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν πολλά περιθώρια ελιγμών, και αυτό οφείλεται στα αδιέξοδα στρατηγικής, άρα οι προσπάθειές τους, τελολογικά, θα πρέπει να κατευθύνονται σύμφωνα με την πορεία που χάραξαν οι ξένοι διαπραγματευτές. Η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας σε επίπεδο μιας πολιτικής ανάλυσης είναι δυσάρεστο γεγονός, το να γίνεται όμως πρακτική της πολιτικής ηγεσίας είναι συνάμα τραγικό.

Μετά το 1974, η στρατηγική Αθηνών και Λευκωσίας έχει εναποθέσει τις ελπίδες επίλυσης του προβλήματος, σχεδόν αποκλειστικά, στην ψευδαίσθηση πως τόσο ο εμπλεκόμενος αμερικανοβρετανικός παράγοντας όσο και ο ΟΗΕ, θα ερμηνεύσουν το διεθνές δίκαιο όχι με κριτήριο τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες αλλά στη λογική αντικειμενικών αρχών «διεθνούς νομιμότητας». Με αυτό τον τρόπο, αντί το διεθνές δίκαιο να ενισχύει την ελληνική πλευρά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις για το ρόλο του στις διακρατικές σχέσεις προκάλεσε σταδιακά την αποδυνάμωσή της, την εγκατάλειψη πιο αποτελεσματικών προσεγγίσεων και την σταδιακή επικράτηση των πολιτικών θέσεων της Τουρκίας.

Από την επικράτηση της θέσης ότι η επιδίωξη της αυτοδιάθεσης την δεκαετία του 1950 από τον Κυπριακό λαό ήταν άδικη και λανθασμένη που κυριάρχησε μετά το 1974, σήμερα η Ελληνική πλευρά έχει διολισθήσει σε ένα πλαίσιο λύσης που στηρίζεται στη λογική ότι οι Έλληνες της Κύπρου δεν έχουν δικαίωμα διαβίωσης στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου κράτους υπό συνθήκες ελευθερίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως με βάση την αμετατόπιστη και αναλλοίωτη ηγεμονική παράσταση που επέβαλε η Τουρκία μετά το 1974, έχει δικαίωμα στρατηγικής εποπτείας της Κύπρου.

Το αποτέλεσμα αυτής της λογικής αποκρυσταλλώνεται στο σημερινό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος που χαρακτηρίζεται ως μία προσπάθεια ελαφράς βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με κάποιες «συνοριακές διευθετήσεις» και με κάποιες πολιτειακές ρυθμίσεις. Παράλληλα, η αδυναμία της Ελληνικής στρατηγικής δημιουργεί διαρκώς κίνητρα στην Τουρκία και στους διεθνείς διαμεσολαβητές πως η υποχωρητικότητά της Ελληνικής πλευράς είναι άνευ ορίων εφόσον αυτή συνεχίζει να παραμένει εγκλωβισμένη και να τρέφεται ενδόμυχα από τη διαλεκτική της αρνητικότητας.

Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Ανακοίνωση της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά θέματα σχετικά με το έντυπο της κυβέρνησης
«Κύπρος και Ομοσπονδία»

Στις 7 Μαρτίου 2010, το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας διένειμε δημοσίως το έντυπο με τίτλο «Κύπρος και Ομοσπονδία». Ο σκοπός της κυκλοφορίας του συγκεκριμένου εντύπου είναι να ενημερώσει τους πολίτες για την επιδιωκόμενη λύση της Διζωνικής – Δικοινοτικής Ομοσπονδίας στο Κυπριακό.

Κατ’ αρχάς, η φιλοσοφία ανάπτυξης της νομικοπολιτικής θέσης που παρουσιάζει το κυβερνητικό έντυπο εδράζεται πάνω στην αρχή ότι η συγκεκριμένη λύση που προτείνει ο συγγραφέας αποδέχεται το ρατσιστικό διοικητικό και γεωγραφικό διαχωρισμό της Κύπρου, δηλαδή αποδέχεται ως βάση υλοποίησης του σχεδίου την πιο ουσιαστική πραγματικότητα που επέβαλε η Τουρκία με την παράνομη εισβολή του 1974. Η θέση αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη λογική απόρριψης του σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004 από τον Κυπριακό Ελληνισμό καθώς επίσης δεν εκφράζει σήμερα το σύνολο του λαού παρά μόνο τις απόψεις μίας και μόνο πολιτικής παράταξης.

Επιπλέον, αποτελεί περισσότερο προσπάθεια να επηρεαστούν οι πολίτες ψυχολογικά και λιγότερο να αναπτυχθεί μία σειρά ορθολογικών επιχειρημάτων που να ενισχύουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει δήθεν τη λύση της δικοινοτικής – διζωνικής ομοσπονδίας ως την μοναδική σώφρονα επιλογή που έχει η ελληνική πλευρά στην προσπάθεια για επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

Η λογική του συγγραφέα, η οποία παρουσιάζεται ως κυβερνητική επιλογή στρατηγικής σημασίας, δεν αναιρεί το πάγιο αίτημα της Τουρκίας για δύο συνεταιρικά κράτη γεγονός που δεν αποτρέπει τη διολίσθηση προς την κατεύθυνση της συνομοσπονδίας.

Τέλος, η συγκεκριμένη πρόταση της κυβέρνησης καταργεί το πλεονέκτημα που αποκομίσαμε με την ένταξή μας στην ΕΕ ως ισότιμο Κράτος-μέλος και κυρίαρχο σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Πιστεύουμε ότι αυτή η μορφή της λύσης δεν μπορεί να είναι βιώσιμη και ότι θα αποτελέσει την αφετηρία για τον σταδιακό και πλήρη εκτουρκισμό της Κύπρου.

ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Τρίτη στο ξενοδοχείο AJAX στην Λεμεσό η δημόσια συζήτηση με θέμα: «Τρέχουσες Εξελίξεις στο Κυπριακό: Προβληματισμοί και Διλήμματα», την οποία διοργάνωσε η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν πέραν των 400 ενεργών πολιτών με αποτέλεσμα να γίνει το αδιαχώρητο στην αίθουσα της εκδήλωσης η οποία μπορούσε να χωρέσει μόλις 250 άτομα.


Στην συζήτηση μίλησαν ο επίτιμος πρόεδρος της ΕΔΕΚ κος Βάσος Λυσσαρίδης, ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών κος Γιώργος Κασσιμάτης, ο νομικός κος Λουκής Λουκαϊδης, και ο διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών κος Χρήστος Ιακώβου.

 
Οι ομιλητές ανέπτυξαν μία σειρά θεμάτων που αφορούσαν τις επιλογές της ελληνικής πλευράς στο κυπριακό, τους στρατηγικούς στόχους της τουρκικής πολιτικής καθώς επίσης και τις προοπτικές των συνομιλιών. Τόσο οι ομιλίες όσο και η συζήτηση που ακολούθησε κατέδειξαν την έντονη ανησυχία και τον έντονο προβληματισμό που κυριαρχεί αυτήν την περίοδο σχετικά με την κακή πορεία που πήρε το Κυπριακό.


Ομιλία στην συζήτηση «Τρέχουσες εξελίξεις στο Κυπριακό: Προβληματισμοί και Διλήμματα»

(8 Δεκεμβρίου, 2009)

Ασφάλεια και Γεωπολιτική
Τουρκικοί στρατηγικοί στόχοι στην Κύπρο
από τον Νιχάτ Ερίμ στον Αχμέντ Νταβούντογλου

Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Τα κράτη μέλη του διεθνούς συστήματος έχουν ορισμένους στρατηγικούς στόχους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι μακροχρόνιοι ή βραχυπρόθεσμοι, έχουν συνοχή ή είναι αντιφατικοί. Με αυτό τον τρόπο, το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον μίας χώρας δημιουργεί διάφορες απαιτήσεις και είναι η πηγή προκλήσεων και ευκαιριών για την πραγματοποίηση των στόχων και των επιδιώξεων του κράτους. Η στρατηγική της προσαρμογής, που επιλέγει ένα κράτος, αποτελεί την απόδειξη για το πως οι εθνικές δομές εξουσίας προσαρμόζονται στην αλληλεξάρτηση του εθνικού και διεθνούς συστήματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη λειτουργούν ως προσαρμοζόμενες οντότητες που προσπαθούν με την εξωτερική τους πολιτική καθώς επίσης και με την πολιτική ασφάλειας που διαμορφώνουν να διατηρήσουν τις βασικές δομές τους, δηλαδή τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τους χαρακτηριστικά σε αποδεκτά όρια. Τα πιο πάνω συνιστούν την πεμπτουσία για την διαμόρφωση αυτού που στις στρατηγικές σπουδές ονομάζεται Υψηλή Στρατηγική (Grand Strategy). Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική θέτει ιεραρχημένους στόχους λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την επιθυμητή θέση μίας χώρας με σκοπό να κινητοποιήσει το ευρύτερο εθνικό δυναμικό και τους πόρους του κράτους προκειμένου να επιτύχει τρεις βασικούς στόχους, α) σταθερότητα, β) ευημερία και γ) ασφάλεια. Απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση της υψηλής στρατηγικής είναι η επισήμανση των αδυναμιών και των δυνατοτήτων σε εθνικό επίπεδο ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους κινδύνους και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες.

Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την διαμόρφωση της υψηλής στρατηγικής είναι η γεωπολιτική, δηλαδή η ερμηνεία και ανάλυση της αλληλεξάρτησης μεταξύ του γεωγραφικού χώρου και των πολιτικών επιλογών που κάνει ένα κράτος προκειμένου να αξιοποιήσει και να αυξήσει την στρατιωτική, την οικονομική και τη διπλωματική του ισχύ. Επομένως, η γεωπολιτική ανάλυση λαμβάνει υπόψιν την ύπαρξη διεθνών ανταγωνισμών σε σχέση με τον στρατηγικό σχεδιασμό σε διάφορους τομείς όπως της στρατιωτικής ισχύος (γεωστρατηγική), της οικονομίας (γεωοικονομίας), του φυσικού περιβάλλοντος, των δημογραφικών τάσεων, κτλ.

Ακολούθως θα αναλύσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ γεωπολιτικής και επιλογών της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα.

Οι εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ

Το 1956, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερές αποφάσισε να αναθέσει στον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Νιχάτ Ερίμ, τη σύνταξη ενός στρατηγικού σχεδίου επί του οποίου θα στηριχθούν οι μακροχρόνιες επιδιώξεις της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου.

Ο Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις στην τότε κυβέρνηση του Ατνάν Μεντερές. Εκείνες οι εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ απετέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί του κυπριακού.

Το σχέδιο εκείνο έγινε αποδεκτό από όλες ανεξάρτητα τις τουρκικές κυβερνήσεις οι οποίες το ακολούθησαν με σταθερή και συστηματική συνέπεια.

Τα βασικά σημεία των εκθέσεων ήταν:

1. Οι διεκδικήσεις της Κύπρου από την Τουρκία θα πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους. Όμως, προκειμένου να μην δηλητηριάζονται οι σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η μέση λύση διχοτόμησης.

2. Στο νησί υπάρχουν δυο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε μια από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Το μέλλον των δύο κοινοτήτων, των δύο λαών, ανεξαρτησία, ένωση με την μητέρα-πατρίδα, συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας θα αποφασισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος ξεχωριστά σε κάθε μια.

3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί με την μετακίνηση Ελληνικών πληθυσμών έτσι ώστε να υπάγονται στη διοίκηση της αρεσκείας τους. Τέτοια μετακίνηση δεν συνιστά άσκοπη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που σήμερα είναι μειοψηφική, θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί μια μελλοντική κρίση.

4. Η Τουρκία θα πρέπει να καθορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης λαμβάνοντας υπ’ όψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της Κύπρου θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλεια της καθώς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα δεν δύναται να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ.

5. Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουμε τα μέτρα μας το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα ανησυχούμε για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης.

Η έκθεση που συντάχθηκε το 1956 και καθόρισε ευδιάκριτους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους από τους οποίους δεν απέκλινε η Τουρκικοί εξωτερικής πολιτική επί του Κυπριακού. Σε αυτό συνετέλεσαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις των τελευταίων 55 ετών που δεν παρεξέκλιναν από τις βασικές αρχές , όπως επίσης και οι αντίστοιχες στρατιωτικές ηγεσίες που όποτε κλήθηκαν έδωσαν λύσεις χωρίς την όποια πολιτική παρέμβαση.

Ως συμπέρασμα, οι εκθέσεις αυτές παρότι συντάχθηκαν το 1956, εντούτοις 55 χρόνια μετά παραμένουν επίκαιρες αλλά και μείζονος στρατηγικής σημασίας έγγραφα, λόγω της συνέπειας και της σταθερότητας με την οποία οι Τουρκικές κυβερνήσεις της ακολούθησαν.

Η κατάσταση μετά την Τουρκική εισβολή του 1974

Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος, όπως αυτό διεμορφώθει μετά το 1974, η αλληλεξάρτηση μεταξύ υψηλής στρατηγικής, γεωπολιτικής και του παράγοντα ασφάλεια σε σχέση με τον στρατηγικό στόχο επίλυσης του προβλήματος επηρεάστηκε καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο προσαρμόστηκαν αμφότερες, Τουρκία και Ελλάδα, σε σχέση προς τα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η σύγκρουση του 1974.

Έκτοτε, η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν δύο διαφορετικά πρότυπα προσαρμογής του συστήματος εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό. Η διαφορά αυτή αντανακλά σε ένα μεγάλο βαθμό τόσο τα νέα στρατηγικά δεδομένα που δημιούργησε η εισβολή του 1974, όσο και τις στρατηγικές προτεραιότητες που έδιδαν αμφότερα τα κράτη στο ζήτημα της Κύπρου. Η μεν Ελλάδα ακολούθησε το πρότυπο της συναινετικής προσαρμογής, η δε Τουρκία το πρότυπο της αδιάλλακτης προσαρμογής.

Ελλάδα – Συναινετική Προσαρμογή

Οι εσωτερικές αλλαγές που επέφερε η πτώση της Χούντας το 1974 στην Ελλάδα έθεσε ως προτεραιότητα όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων τη συνέχιση του εκδημοκρατισμού της χώρας, τη διατήρηση των δομών του κοινωνικού συστήματος και την οικονομική ανάπτυξη. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις αυτό μπορούσε να επιτευχθεί με την αποδοχή και συναίνεση των ορίων που έθεταν στην Ελλάδα οι απαιτήσεις τόσο του διεθνούς όσο και του περιφερειακού περιβάλλοντος. Όσον αφορά το διεθνές περιβάλλον, οι απαιτήσεις επέβαλαν συνέχιση των καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ και αργότερα ενσωμάτωση στην υπό διαμόρφωση Ευρώπη. Αυτοί οι στόχοι τέθηκαν από την αρχή σε υψηλότερη προτεραιότητα από οποιουσδήποτε άλλους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να υποβιβάσει στις προτεραιότητές της τις περιφερειακές προκλήσεις και κατά συνέπεια να θεωρήσει το Κυπριακό δευτερεύον ζήτημα. Οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδραίωσαν την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επαναφέρει τα στρατηγικά δεδομένα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο στην προ του 1974 κατάσταση, αφού θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν τις απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό μετά το 1974 διέπεται από τη λογική ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής των στρατηγικών επιπτώσεων σε βάρος της Κύπρου ήταν ουσιαστικά ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος από το οποίο η Ελλάδα θα έβγαινε ηττημένη. Έτσι, η λύση θα έπρεπε να βρεθεί στη βάση ενός επώδυνου συμβιβασμού. Αυτό κατέστησε την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό ιδιαίτερα επιρρεπή στην ξένη επιρροή με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται ευνοϊκά στις υποδείξεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Αυτή η εκτίμηση στο επίπεδο της πολιτικής ελίτ της Ελλάδας για τη μορφή και το χαρακτήρα του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος προσάρμοσε συναινετικά την ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό και αναπόφευκτα οδήγησε σε χειρισμούς, που έθεσαν τη λύση του στη βάση της αποδοχής των στρατηγικών κεκτημένων της Τουρκίας. Η θετική ανταπόκριση της ελληνικής κυβέρνησης, το 2002 έναντι του σχεδίου Ανάν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το αρνητικό ψυχολογικό κλίμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Έλληνες της Κύπρου μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου, αποτελεί εξόφθαλμη συνέχεια της λογικής της δογματικής συναίνεσης που χαρακτηρίζει τις επιλογές της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό.

Τουρκία – Αδιάλλακτη προσαρμογή

Η Τουρκική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, ιδιαίτερα μετά το 1974, ακολούθησε το μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής. Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974 ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.

Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνο με τις ανάγκες του πολιτικού της συστήματος. Δηλαδή, το τουρκικό κράτος δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την εξωτερική του πολιτική και το πολιτικό του σύστημα εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και θεωρούν ότι το στρατογραφειοκρατικό κατεστημένο της Άγκυρας αποτελεί την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τον ηγεμονικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που δίδει η υποστήριξη των ΗΠΑ καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής εξωτερικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου σίγουρα θα είναι νικητές.

Η εφαρμογή δύο εντελώς αντιθέτων μοντέλων συμπεριφοράς εξωτερικής πολιτικής ήταν αναπόφευκτο να έχει αντανακλάσεις σε ένα σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, όπως το σχέδιο Ανάν, όπου εσωτερικεύει το μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικών στόχων της Τουρκίας στην Κύπρο με την ταυτόχρονη απαίτηση από την ελληνική πλευρά να συναινέσει σε ένα πλαίσιο στρατηγικού συμβιβασμού.

Το γεωπολιτικό περιβάλλον της Κύπρου έχει μεγάλο έλλειμμα ασφαλείας για τρεις λόγους: α) η τουρκική στοχοθεσία ηγεμονικών αξιώσεων παραμένει αμείωτη, β) η αστάθεια στην Μέση Ανατολή συνεχίζεται (συγκρούσεις και ασύμμετρες απειλές) και γ) η όποια εγγύηση ασφαλείας εκ μέρους της ΕΕ βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προσδοκίας. Ως εκ τούτου, ο παράγων ασφάλεια συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα που θα πρέπει να υλοποιείται σε ένα σχέδιο λύσης προκειμένου να εξασφαλισθεί η σταθερότητα και η ευημερία του μορφώματος που θα προκύψει μέσα από τη λύση.

Η στρατηγική της Τουρκίας

Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η Άγκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπό εξέλιξη υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της επιδιώξεων που εκτείνονται στον άμεσο στρατηγικό της χώρο που βρίσκεται η Κύπρος, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.

Συγκεκριμένα η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:

α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας), γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας), και δ) το κόστος από ένα ενδεχόμενο πόλεμο αναμένεται να είναι μικρό για την Τουρκία όταν συντρέχουν δύο λόγοι:

- Όταν ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας) και

- Όταν οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των Τουρκικών συμφερόντων με αυτά των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, όπως ακριβώς το ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο των Τουρκοαμερικανικών σχέσεων.

Η συστηματική απειλή χρήσης βίας από την Τουρκία, που έγινε ιδιαίτερα πυκνή, κατά τη διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής περιόδου έχει σαν στόχο να δημιουργήσει μία δυναμική που να επιφέρει τα μέγιστα πολιτικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει για τον εαυτό της, την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσπάθεια της να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη και τοποτηρητής των Αμερικανικών συμφερόντων στις ευαίσθητες στρατηγικά περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η τακτική αυτή, του στρατηγικού καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία κατά τα τελευταία χρόνια αποτελεί το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Τουρκικό κράτος και της υπερεξάπλωσης που χαρακτηρίζει την Τουρκική εξωτερική πολιτική, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος.

Η αναποτελεσματική Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό από το 1955 μέχρι το 1974, λόγω της εξάρτησης από τον Αμερικανικό παράγοντα, είχε σαν συνέπεια τόσο την αποξένωση της Ελλάδας από τα ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα των Ελλήνων της Κύπρου όσο και την αποκοπή της από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται έκτοτε στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ουσιαστική αποκοπή της Ελλάδας από το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου συντελείται το 1974 όπου με την Τουρκική εισβολή στο νησί, η Τουρκία απεκόμισε τέσσερα βασικά πλεονεκτήματα έναντι της Ελλάδας: α) εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού, β) δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, γ) αποκοπή της γεωπολιτικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο (η αποτυχία του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου αποτελεί την πιο κατηγορηματική επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος), και δ) μονοπώληση του στρατηγικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου που της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμισή της σε περιφερειακή δύναμη.

Τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που επέφερε στην Τουρκία η νίκη της το 1974 προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού που εφάρμοσε συστηματικά έναντι της Κύπρου τα τελευταία εικοσιοκτώ χρόνια. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα που υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την Ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση που να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε σαν συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά στις τουρκικές θέσεις. Το σχέδιο Ανάν δεν αποτελεί έκπληξη. Αποτελεί το προϊόν του τουρκικού στρατηγικού καταναγκασμού και της αδυναμίας της Ελληνικής πλευράς να επιφέρει στρατηγικές αλλαγές στο κυπριακό μετά το 1974.

Η γεωπολιτική άποψη Νταβούτογλου για το Κυπριακό

Με το διορισμό του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου τον Μάιο του 2009 στη θέση του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας αναπτύχθηκε μία εκτεταμένη αρθρογραφία, τόσο στον Αθηναϊκό όσο και στον Κυπριακό Τύπο γύρω από την πάγια γεωπολιτική του θεώρηση για τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Κάποιοι αγκιστρώθηκαν στην άποψή του για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» απολυτοποιώντας τη γενικώτερη προσέγγισή του για τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Πρόκειται για αποσπασματική και παραπλανητική ερμηνεία των απόψεων Νταβούτογλου.

Ως επιστήμονας, ο Νταβούτογλου είναι πολύ καλός γνώστης και χειριστής του θεωρητικού μοντέλου γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861–1947) δηλαδή της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής σχολής, προσαρμόζοντάς την στον μείζονα στρατηγικό στόχο της Τουρκικής υψηλής στρατηγικής που είναι η επιδίωξη του καλύτερου δυνατού γεωπολιτικού ρόλου για την Τουρκία στον 21ο αιώνα. Οι απόψεις του κωδικοποιήθηκαν στο βιβλίο του Stratejik Derinlik: Türkiye'nin Uluslararası Konumu, (Στρατηγικό Βάθος: Η θέση της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2001. Ο Νταβούτογλου επιχειρεί να κάνει τη κλασική γεωπολιτική σύζευξη. Από τη μία περιγράφει το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της Τουρκικής θέσης στο διεθνές σύστημα και από την άλλη προσπαθεί να εξηγήσει ποιοί θα πρέπει να είναι οι πολιτικοί στόχοι της Τουρκίας που υπαγορεύονται από τη γεωγραφία, δηλαδή η εξισορρόπηση της ένταξης της χώρας στους δυτικούς θεσμούς με την άσκηση κεντρικού και ηγετικού ρόλου στο μουσουλμανικό κόσμο.

Ο Νταβούτογλου τεκμηριώνει την άποψή του ως εξής: Η Τουρκία δεν είναι περιφέρεια αλλά γεωπολιτικό κέντρο. Κατέχει κεντρική θέση μεταξύ Ευρώπης – Ασίας – Αφρικής με αστείρευτο γεωγραφικό βάθος το οποίο εκτείνεται σε τρεις επάλληλες γεωγραφικές ζώνες: την εγγύς χερσαία λεκάνη (Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή), την εγγύς θαλασσία λεκάνη (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειο, Κασπία, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) και την εγγύς ηπειρωτική λεκάνη (Ευρώπη, Β. Αφρική, Κεντρική και Ανατολική Ασία. Επίσης, κατά τον Νταβούτογλου, το Οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας της παρέχει πρόσθετο Ιστορικό βάθος.

Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία έχει το γεωπολιτικό πλεονέκτημα να μετατραπεί σε πανίσχυρο ενδοσυστημικό πόλο ισχύος του ευρω–ασιατικού συστήματος ασφαλείας. Αυτό θα της επιτρέψει να αναδυθεί, με πλανητικούς όρους, σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας.

Ιστορικά οι χώρες που διεκδίκησαν στρατηγικό βάθος πολύ πέραν των συνόρων τους, χωρίς να διαθέτουν και το ανάλογο πολιτικοδιπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό εκτόπισμα διολίσθησαν στο σφάλμα της στρατηγικής υπερεξάπλωσης και τα οράματά τους για «νέους ρόλους» συνετρίβησαν στα ερείπια των υπερβολικών φιλοδοξιών τους. Γι’ αυτό και τους ευσεβείς πόθους, έστω και αν είναι στρατηγικοί στόχοι, δεν πρέπει στην στρατηγική ανάλυση να τους εκλαμβάνει κανείς ως τετελεσμένο γεγονός.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, όταν ο Νταβούτογλου μιλά για «μηδενικές τριβές με τους γείτονες της Τουρκίας» δεν αναφέρεται στην Κύπρο γιατί σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει ενσωματωμένη στο σύστημα ασφαλείας που επέβαλε η Τουρκία από το 1974. Αυτό υπηρετεί πλήρως τον κεντρικό ρόλο που οραματίζεται για τη χώρα του στην Ευρασιατική σκακιέρα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 175 του βιβλίου του, στο υποκεφάλαιο «Ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναλύει τη γεωπολιτική θέση του νησιού ως εξής: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής». Καταλήγοντας ο Νταβούτογλου υποστηρίζει: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».

Στη σελίδα 180, ο Νταβούτογλου συμπυκνώνει τη στρατηγική του για την Κύπρο: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα».


Μετά το τέλος της συζήτησης πολίτες απαίτησαν όπως παρόμοιες συζητήσεις θα πρέπει να οργανωθούν και στις άλλες πόλεις σε αίθουσες που θα μπορούν να χωρέσουν μεγαλύτερο αριθμό κόσμου.


Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Από εκδήλωση της ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Αναδημοσίευση άρθρου του Κωστάκη Αντωνίου το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009 στην εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΙΝΗ". Μιλώντας σε εκδήλωση της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα, ο Βάσος Λυσσαρίδης, οργισμένος επιτίθεται κατά της ευέλικτης και επικίνδυνης πολιτικής Χριστόφια.

Ερωτά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αν ανταποκρίνονται οι προτάσεις του στις δεσμεύσεις του έναντι του λαού.


ΕΠΙΘΕΣΗ και κατά «νεοφιλοσόφων του πολιτικού μαζοχισμού»
Ένας οργισμένος (ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε έτσι) Βάσος Λυσσαρίδης, επετέθη με δριμύτητα εναντίον του Προέδρου Χριστόφια για την πολιτική του στο Κυπριακό, καθώς και εναντίον «νεοφιλοσόφων του πολιτικού μαζοχισμού που θεωρούν εθνικισμό την αναφορά σε εθνικές ρίζες». Μίλησε για «παρεκκλίσεις» (του Προέδρου) που «οδηγούν όχι μόνο σε διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε διχοτόμηση και επικυριαρχία της Τουρκίας, στις τυχόν ελεύθερες περιοχές, αλλά και σε αλεξανδρεττοποίηση με τη νομιμοποίηση του εγκλήματος του εποικισμού».

Σε ομιλία του στη Λεμεσό, που οργάνωσε η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα, ο Βάσος Λυσσαρίδης προειδοποίησε ότι το Κυπριακό κινείται μέσα σε ένα διεθνές σκηνικό που χαρακτηρίζεται από εγκατάλειψη αρχών «από παγκόσμιους κηδεμόνες και πληρεξούσιους». Τόνισε ότι ο ΟΗΕ απέτυχε, ενώ η Ε.Ε., αν δεν επιδείξει στοιχειώδη προσήλωση σε αρχές, κινδυνεύει να χάσει ολωσδιόλου την αξιοπιστία της.Παρατήρησε ότι «διεξάγεται ένας διάλογος, ψευδεπιγράφως διακοινοτικός, δεδομένου ότι η Τουρκία όχι μόνο ασκεί ασφυκτική κηδεμονία επί των Τουρκοκυπρίων, αλλά καθορίζει και την ηγεσία τους». Διερωτήθηκε «πάνω σε ποια βάση διεξάγεται ο διάλογος;» και απάντησε: «Πάγιες, διαχρονικές θέσεις της Τουρκίας για δύο λαούς, δύο κράτη, συνεταιρισμό, νομιμοποίηση του σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών, κηδεμονικών δικαιωμάτων και στρατιωτικής παρουσίας».

Στη συνέχεια και χωρίς να τον κατονομάζει, ο κ. Λυσσαρίδης κατηγόρησε τον Πρόεδρο Χριστόφια ότι, παρά τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, δεν κατήγγειλε την Τουρκία στα διεθνή σώματα και δικαστήρια για:1. Εγκλήματα πολέμου, εποικισμό, συνεχιζόμενη κατοχή, σφετερισμό περιουσιών, καταστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς.2. Αφήνει το διακοινοτικό διάλογο να προσφέρει άλλοθι στην Τουρκία.Αναφερόμενος στις «δικές μας προτάσεις» ερώτησε: «Ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις μας έναντι του λαού; Ποια είναι η άμεση ή έμμεση συνενοχή μας στην εκτροπή και στην επίρριψη ευθύνης στο θύμα αντί στον θύτη;» και προχώρησε: «Γιατί με πολιτικό μαζοχισμό εξισώνουμε μεμονωμένα εγκλήματα Ελληνοκυπρίων με την οργανωμένη τρομοκρατία της Τουρκίας, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δολοφόνησε 1,5% Ελληνοκυπρίους, εκδίωξε το 1/3 του πληθυσμού, βίασε, δολοφόνησε εν ψυχρώ αιχμαλώτους, αμάχους, γυναίκες, παιδιά; Τι αναμένουν οι δικοί μας πλαστογράφοι; Γιατί θεωρούν ως σοβινισμό την αναφορά σε ελληνική εθνική οντότητα, όταν εμείς σεβόμαστε την εθνότητα όλων των ομάδων;»


Οι παρεκκλίσεις Χριστόφια

Ο Επίτιμος Πρόεδρος της ΕΔΕΚ υπέδειξε ότι οι συνομιλίες άρχισαν χωρίς να υπάρχει κοινή βάση για τη μορφή της λύσης. Τόνισε ότι το πρώτο ανακοινωθέν Χριστόφια-Ταλάτ «ήταν άκρως ατυχές. Αναφερόταν σε συνεταιρισμό δύο κρατών, για να εδραιώσουν μια ομόσπονδη κυβέρνηση. Το λάθος φαίνεται ότι αναγνωρίστηκε και έτσι με δική μας πρωτοβουλία η συμφωνία περιλήφθηκε στα έγγραφα του ΟΗΕ. Παραμένουν, όμως, άλλες εκτροπές που πρέπει να ανασκευασθούν». Απαριθμώντας τις εκτροπές, ο Βάσος Λυσσαρίδης σημείωσε: Την εκ περιτροπής προεδρία, τη σταθμισμένη ψήφο, την a priori νομιμοποίηση του εγκλήματος του εποικισμού, και τη διαρχία που οδηγεί, όπως τόνισε, σε αδιέξοδο και κρίσεις. «Αυτές οι παρεκκλίσεις οδηγούν όχι μόνο σε διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε διχοτόμηση και επικυριαρχία της Τουρκίας, στις τυχόν ελεύθερες περιοχές, αλλά και σε αλεξανδρεττοποίηση με τη νομιμοποίηση του εγκλήματος του εποικισμού».Απαντώντας στον Πρόεδρο Χριστόφια, ότι απόσυρση των προτάσεών του θα πλήξει την αξιοπιστία μας, ο κ. Λυσσαρίδης απάντησε ότι «πιο τραγική εξέλιξη είναι η συντήρηση των παρεκκλίσεων».


Να μην υπογραφούν τα Συμπεράσματα

Ο Βάσος Λυσσαρίδης ζήτησε άμεση διόρθωση πορείας με αναίρεση των παρεκκλίσεων και μια νέα ολοκληρωμένη στρατηγική σε πανεθνικό επίπεδο. Είπε ότι το Κυπριακό πρέπει να τεθεί ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, να δημιουργήσουμε συμμαχίες ιδιαίτερα μέσα στην Ε.Ε., να αξιοποιήσουμε τη γεωστρατηγική μας σημασία ως γέφυρα προς τη Μέση Ανατολή, να στραφούμε προς τους φίλους μας στο Κογκρέσο και το ελληνικό λόμπι, να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την Κίνα, να εδραιώσουμε κοινή πανελλαδική στρατηγική, να ενισχύσουμε την άμυνά μας και να κρατούμε ενήμερο το λαό.Σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, τόνισε ότι δεν πρέπει να υπογραφούν τα Συμπεράσματα, αν δεν είναι ικανοποιητικά, και να μην επιτρέψουμε άνοιγμα ή κλείσιμο κεφαλαίων.