Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Τι άφησε πίσω η επίσκεψη Ερντογάν

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα απετέλεσε αφορμή για την έναρξη μίας φάσης κινητικότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατά καιρούς είχαμε προβεί στη διαπίστωση ότι η Ελλαδική κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί σε μία ρητορική και πρακτική που θα προκαλούσε διπλωματικό κόστος να αρνηθεί σήμερα το διάλογο. Επιπλέον, είχαμε αναλύσει την στοχοθεσία της Ελληνικής πλευράς, η οποία, πέραν της προσπάθειας να κατευνάσει την αυξημένη επιθετικότητα της Τουρκίας, αποβλέπει στο να αναγκάσει την Άγκυρα, μέσω της διαδικασίας του διαλόγου να αποδεχθεί την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ερώτημα στρατηγικής, όμως, που προκύπτει από αυτήν την υπόθεση είναι κατά πόσο η Χάγη θα μπορούσε να αποτελέσει σταθερή επιδίωξη ή ακόμη υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Το ερώτημα αυτό φέρει στην επιφάνεια ένα βασικό ζήτημα: αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί σήμερα ασφαλή επιλογή για την Ελλάδα.

Όπως ξεκαθάρισε ο Ερντογάν, η Τουρκία στοχεύει σε μία διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης ενώ η Ελληνική κυβέρνηση επιμένει στη λογική που καθόρισε η απόφαση στο Ελσίνκι το 1999, δηλαδή σε περίπτωση που οι διερευνητικές επαφές δεν καταλήξουν να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με αυτό τον τρόπο, η Ελληνική πλευρά, σε επίπεδο διπλωματίας, προδιαγράφει την τακτική της, ότι δηλαδή θα επιδιώξει να διαμορφωθεί ένα κλίμα ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκειμένου να εγκλωβίσει την Τουρκία σε μία λογική μειωμένης έντασης που τελεολογικώς θα οδηγήσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Εδώ μπορεί να εντοπιστεί η πρώτη δυσκολία που θα πρέπει η Ελληνική διπλωματία να προσμετρήσει στην στρατηγική της. Εκ των πραγμάτων, η Αθήνα εκλαμβάνει τη Χάγη ως προέκταση της εξωτερικής της πολιτικής. Μπορεί, όμως, η Ελλάδα να είναι σίγουρη ότι η Χάγη θα είναι ευθεία συνέχεια ή καλύτερα, υποκατάστατο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;

Κατ’ αρχάς, το Διεθνές δικαστήριο είναι μεν θεσμός δικαίου, έχει όμως, αποδειχθεί στο παρελθόν ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες δεν το εξαιρούν. Επιπροσθέτως, η Χάγη μπορεί να επιλύσει οριοθετημένες διαφορές και είναι αναγκαίο να υπάρξει προηγουμένως συνυποσχετικό, επί του οποίου θα εξαρτηθεί η απόφαση. Εδώ εισερχόμαστε στην ουσία της στρατηγικής στοχοθεσίας που έχει να κάνει με το ερώτημα: τι ακριβώς θα παραπεμφθεί προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;

Η πάγια θέση της Ελλάδος είναι ότι η μοναδική νομική διαφορά που αναγνωρίζει είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Επομένως, τα υπόλοιπα θέματα που εγείρει η Τουρκία, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και η θέση περί «γκρίζων ζωνών», βάση της οποίας διεκδικεί ένα σημαντικό αριθμό βραχονησίδων και νησίδων, είναι πολιτικές μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας.

Μία επιλογή για την Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το νομικό θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, είναι η εγκατάλειψη αυτού του επιχειρήματος και αντικατάστασή του από την απαίτηση για οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, όπως προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), δικαίωμα το οποίο έχουν ασκήσει όλες οι μεσογειακές χώρες που είναι μέλη της ΕΕ πλην της Ελλάδος, λόγω των Τουρκικών απειλών, καθώς επίσης και η Τουρκία στη Μαύρη Θάλασσα. Το επιχείρημα αυτό θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την Ελληνική νομική θέση. Το γιατί δεν έγινε μέχρι σήμερα, αυτό είναι ένα θέμα που έχει να κάνει με δομικά προβλήματα επαναπροσδιορισμού της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Εδώ όμως, θα ήταν στρατηγικώς επικίνδυνο, για την Ελληνική πλευρά να εισέλθει σε ένα διάλογο και να θεωρεί ότι η Τουρκία θα συμφωνήσει να παραπεμφθούν στη Χάγη μόνο η νομική διαφορά που θέλει η Ελλάδα. Η Τουρκία, σίγουρα θα απαιτήσει στον ελληνοτουρκικό διάλογο να παραπεμφθούν και το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου και το θέμα των «γκρίζων ζωνών». Επιπλέον, η Τουρκία πιστεύει ότι θα καταφέρει να παραπεμφθεί στη Χάγη το εύρος του ελληνικού εναερίου χώρου με το σκεπτικό ότι η σημερινή κατάσταση δηλαδή, έξι ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα και δέκα εναέριος χώρος καθιστά νομικώς επισφαλή την ελληνική θέση, ελπίζοντας ότι θα αναγκάσει την Ελλάδα να υποχωρήσει στα έξι και να ευθυγραμμιστεί. Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν αποσύρει το casus belli εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ., όπως προνοεί η Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας.

Στο πρώτο θέμα η θέση της Ελλάδος είναι νομικά αδύνατη λόγω της πρόνοιας της Συνθήκης της Λωζάνης που προνοεί αποστρατιωτικοποίηση. Τυχόν απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για αποστρατιωτικοποίηση, λόγω της στρατηγικής σημασίας των νήσων για την ασφάλεια της ηπειρωτικής Ελλάδος, η Τουρκία θα αποκτήσει αυτομάτως το πλεονέκτημα να θέσει σε στρατηγική ομηρία την Ελλάδα.

Στο δεύτερο θέμα, αν και η θέση της Ελλάδος είναι πολύ ισχυρή, πάντα υπάρχει στο μυαλό η πιθανότητα επηρεασμού του Δικαστηρίου από πολιτικά κριτήρια.

Συνεκδοχικώς και συμπερασματικώς, η Χάγη δεν πρέπει να φαντάζει ως ένα ρομαντικό πεδίο που θα συμπληρώσει και θα ενισχύσει την Ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Ελλάς θα πρέπει να επιμένει ότι μοναδική διαφορά είναι η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, εγκαταλείποντας το απηρχαιωμένο αίτημα για την υφαλοκρηπίδα. Σε περίπτωση όμως που τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα άλλα δύο αιτήματα αυτομάτως τίθενται Ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην κρίση τρίτων, ενώ Τουρκικά ουδέν. Άρα, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει ενώ η Ελλάς θα πάρει ένα σημαντικό ρίσκο.

http://www.geopolitics-gr.blogspot.com/

Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα σας προσκαλεί σε εκδήλωση, τη Δευτέρα 31 Μαΐου στις 7:15 μ.μ στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της Τραπέζης Κύπρου (Λεωφ. Μακαρίου 117) Λεμεσός

Χαιρετισμός Ανδρέας Παστελλάς
Πρόεδρος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Παρουσίαση του βιβλίου
«Τα Οικονομικά της Ομοσπονδίας, του Σχεδίου Ανάν και του Κυοφορούμενου Νέου Σχεδίου Λύσης»

Δρ Χριστόδουλος Χριστοδούλου
Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών, τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου

Εισαγωγή – Συντονισμός
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Πληροφορίες
25720993 - 99552810

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Δυναμικά ξαναμπήκε στη Λεμεσό η Κίνηση Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα. Μετά την επιτυχημένη συζήτηση που διοργάνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο στο ξενοδοχείο Ajax κάνει εμφανή την παρουσία της με ανακοινώσεις για τρέχοντα θέματα πολιτικής. Επίσης έχει αρχίσει να λειτουργεί ιστοσελίδα της κίνησης με ενδιαφέροντα άρθρα και σχόλια για την επικαιρότητα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν την ιστοσελίδα στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση:

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Τουρκικοί επικοινωνιακοί ελιγμοί με τον Πατριάρχη

Τις τελευταίες μέρες άρχισε να πλασάρεται στον τουρκικό Τύπο η ιδέα ότι θα πρέπει ο πρωθυπουργός Ερντογάν να συνοδεύεται κατά το επικείμενο ταξίδι του στην Αθήνα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Αν και τίποτα, μέχρι στιγμής, δεν έχει ανακοινωθεί ελπίζουμε ότι ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας δεν θα υποπέσει στο σοβαρό σφάλμα να μετατραπεί σε υποκείμενο επικοινωνιακής και πολιτικής εκμετάλλευσης από τον Ερντογάν. Αν αυτό το ενδεχόμενο μετατραπεί σε γεγονός, τότε ο Τούρκος πρωθυπουργός θα αποκομίσει δύο πλεονεκτήματα: πρώτον, θα καταφέρει να εκπέμψει προς την ΕΕ την εικόνα κράτους που σέβεται τον πλουραλισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεύτερον θα νομιμοποιηθεί σε αυτό που πιθανότατα προτίθεται να πράξει, δηλαδή να θέσει σκληρά αιτήματα έναντι της Ελλάδος για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης.

Η ανώτερη ιεραρχία της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του οικουμενικού Πατριάρχη, είχαν ταχθεί υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ με το σκεπτικό ότι η ΕΕ θα ανάγκαζε την Τουρκία να εκσυγχρονίσει το πολιτικό της σύστημα, μια αλλαγή η οποία θα απέβαινε επωφελής για το μέλλον της μειονότητας και του Πατριαρχείου.

Παρά τα τέσσερα χρόνια ενταξιακού διαλόγου, δεν υπάρχει σήμερα κάτι το αισιόδοξο για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φθίνει διαρκώς και υπολογίζεται ότι έχουν απομείνει περίπου 1.000-1.200 άτομα. Τα σχολεία έχουν περίπου 240 μαθητές και στις δώδεκα τάξεις, από τους οποίους σχεδόν το ένα τρίτο είναι παιδιά Χριστιανών Αράβων και όχι Ελλήνων.

Επιπλέον, μη ικανοποιητική είναι και η κατάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διεθνώς, ο Πατριάρχης τυγχάνει σεβασμού ως ο πνευματικός ηγέτης περίπου 200 εκατομμυρίων Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο δηλαδή ως «πρώτος μεταξύ ίσων» των πέντε παραδοσιακών Πατριαρχών των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Για την νομοθεσία της Τουρκίας, όμως, είναι απλώς ο θρησκευτικός ηγέτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Αυτή η διένεξη έχει ως αποτέλεσμα, κάτι που είναι άγνωστο στους πλείστους εκτός Τουρκίας, το Πατριαρχείο να μην έχει νομικό καθεστώς και επομένως και ιδιοκτησία. Μπορεί η Τουρκία να εκλαμβάνει και να αντιμετωπίζει, εκ των πραγμάτων, το Πατριαρχείο ως τουρκικό ίδρυμα, το Πατριαρχείο, όμως, απαιτεί και διεκδικεί ένα ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο, το οποίο να αντανακλά τη διεθνή του θέση, και παράλληλα να το προστατεύει από τις επιπτώσεις της εκάστοτε τουρκικής μειονοτικής πολιτικής, την οποία τα μειονοτικά ιδρύματα έχουν πληρώσει τραγικά και ακριβά.

Άλλες ολοφάνερες παραβάσεις διεθνών κανόνων έχουν να κάνουν με την τεράστια περιουσία των μειονοτικών ιδρυμάτων στην επικράτεια της Κωνσταντινούπολης. Με μία απόφαση του Συμβουλίου του Κράτους το 1974, το Τουρκικό κράτος μπόρεσε να κατάσχει όλη την περιουσία που δεν είχε δηλωθεί από τα μειονοτικά ιδρύματα κατά την καταγραφή του 1936. Με βάση το την απόφαση του 1974, ό,τι έχει αποκτηθεί μετά το 1936 από τα ιδρύματα, μέσω δωρεών ή αγορών, θεωρείται παράνομο, αφού τα Ελληνικά, όπως και τα Αρμενικά μειονοτικά ιδρύματα θεωρήθηκαν «αλλοδαπά» άρα δεν ήταν κατοχυρωμένα νομικώς να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία στην Τουρκία. Έτσι, κάνοντας χρήση αυτής της απόφασης, το Τουρκικό κράτος ανάγκασε το Πατριαρχείο να επιστρέψει τα ακίνητα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη και, αν ο ίδιος ή οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, όπως συνέβαινε στις πλείστες των περιπτώσεων, η ακίνητη περιουσία περιήρχετο στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους. Με αυτή τη διαδικασία τα τελευταία 35 χρόνια, μεγάλος αριθμός υποθέσεων κατέληγε στα δικαστήρια και με συνοπτικές διαδικασίες ένα σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατασχέθηκε.

Το Τουρκικό κράτος φροντίζει επιμελώς να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, με το να αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικά κληρονομιάς σε Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη που ζουν στο εξωτερικό, ευελπιστώντας ότι αργά ή γρήγορα η περιουσία τους θα περιέλθει «νόμιμα» στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο αν προσμετρήσει κάποιος και τα δύο άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το Πατριαρχείο. Το πρώτο αφορά στους περιορισμούς που θέτει η Τουρκία για το κλήρο του Πατριαρχείου κάτι που ενδέχεται να δυσχεράνει σημαντικά τη στελέχωση αυτού του αρχαιότερου σήμερα θεσμού των Βαλκανίων στην επόμενη γενιά. Μόνο Τούρκοι υπήκοοι επιτρέπεται να γίνουν Επίσκοποι ή Πατριάρχες, και η Τουρκία αρνείται να παραχωρήσει την τουρκική υπηκοότητα σε ορθόδοξους κληρικούς που θέλουν να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο αφορά στο, από το 1971 κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον εκπαίδευση νέου κλήρου που θα στελεχώσει στο μέλλον το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η ευδιάκριτη διαπίστωση που μπορεί κάποιος να κάνει μέσα από αυτά τα δεδομένα είναι ότι η Τουρκία συνεχίζει την Ευρωπαϊκή της πορεία ενώ οι μεγάλες προσδοκίες για παράλληλη βελτίωση της κατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξελίσσονται σε φρούδες ελπίδες. Αυτή την πραγματικότητα δεν θα πρέπει να την αγνοήσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης σε περίπτωση που του ζητηθεί από τον Τούρκο πρωθυπουργό να τον συνοδεύσει κατά το επίσημο ταξίδι του στην Αθήνα.


Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα




Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Η αποχαύνωση ως παιδαγωγική μέθοδος

Ρωτάς τα παιδιά, τους μαθητές: «τι δώρο θέλεις να σου προσφέρουν οι γονείς, οι συγγενείς, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, στη γιορτή σου ή στα γενέθλιά σου;».

Παρένθεση: Η ονομαστική εορτή σχεδόν καταργήθηκε. Σχεδόν κανένα παιδί δεν γιορτάζει, δεν κερνάει, δεν προσκαλεί την ημέρα της χριστιανικής γιορτής. Υπάρχουν μόνο τα γενέθλια. Η δυτικόφερτη φραγκοσυνήθεια έχει επικρατήσει πλήρως. Και αυτά ακόμη τα γενέθλια δεν εορτάζονται στο γονικό σπίτι, αλλά σε κάτι φανταχτερές, ιδιωτικές παιδοφυλακές.

Το παιδί της πόλης, ως γνωστόν, ευρίσκεται υπό διωγμόν από την ευλογημένη πατρική εστία. Φωνάζουν, λερώνουν, γελούν, κλαίνε, μαλώνουν, πεινούν, πράγματα απαράδεκτα για ένα ψευτοπολιτισμό, που θέλει τα πάντα αποστειρωμένα και αποστεωμένα. Ακόμη και μηνύσεις υποβάλλουν ενοχλημένοι γείτονες και περίοικοι κατά παιδικών φωνών.

Ας κάνουν όλοι υπομονή. Οσονούπω θα καθιερωθεί το λεγόμενο ολοήμερο σχολείο, οπότε θα επιστρέφουν εξουθενωμένα, το απόγευμα τα παιδιά στο σπίτι, για να ξαναρχίσει το φροντιστηριακό λαχάνιασμα. Οι γονείς θα περιορίζονται σε μια «καληνύχτα» και ένα «καλημέρα» και μετά θα αναρωτιούνται, εν φόβω και τρόμω, γιατί έμπλεξε αυτό το παιδί.

Σημείωση ακροτελεύτιος της παρένθεσης: στα βιβλία γλώσσας – περιοδικά ποικίλης ύλης του Δημοτικού, δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη νύξη για ονομαστική εορτή. Υπάρχουν μόνο γενέθλια.

Επανέρχομαι στο προλογικό ερώτημα. Τα παιδιά εν χορώ απαντούν: κινητό τηλέφωνο ή υπολογιστή. Και τα παιχνίδια ακόμη που επιθυμούν «διαπλέκονται» με υπολογιστές. Και πώς αλλιώς; Νυχθημερόν βομβαρδίζονται από ελκυστικότατες συσκευές της επικοινωνίας. Όπου και να στρέψουν το βλέμμα τους, αντικρίζουν το «αντικείμενο του πόθου». Γονείς, δάσκαλοι, φίλοι και συγγενείς όλοι μ’ ένα κινητό στο χέρι. Επικοινωνώ άρα υπάρχω.

Όπως προσφυώς ειπώθηκε για να εξασφαλίσουν την συνοχή τους οι κοινωνίες με μνήμη χρησιμοποιούν την ιστορία και οι κοινωνίες χωρίς μνήμη χρησιμοποιούν την επικοινωνία. Διάβασα πρόσφατα επιστολή μητέρας παιδιού της Α΄ Γυμνασίου. Διαμαρτυρόταν γιατί το παιδί της «εισέρχεται ανεξέλεγκτα όσες ώρες αυτή εργάζεται, σε ιστοσελίδες, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε ασύρματη σύνδεση υπάρχει στην πολυκατοικία». Ο φορητός υπολογιστής, υπενθυμίζω, είναι δώρο του υπουργείου, πρώην εθνικής, Παιδείας στα γυμνασιόπαιδα της πρώτης τάξης. Ως συνήθως κατόπιν εορτής οι ενστάσεις.

Τώρα που το υπουργείο προτίθεται από την πρώτη δημοτικού να καθηλώσει τα ανυπεράσπιστα παιδιά μπροστά σε υπολογιστές, θα αντιδράσει κανείς; Απορώ και εξίσταμαι! Δεν κατανοούν οι γονείς το έγκλημα που σχεδιάζεται εις βάρος των παιδιών τους.

Στο προσχέδιο του «νέου σχολείου» που οραματίζεται η διαβιουπουργός, καταγράφεται σαφέστατα ότι όλα, έμβια και άβια, αποκτούν ψηφιακή υπόσταση. Ακόμη και ο δάσκαλος, ως φυσική παρουσία, ως πρόσωπο θα καταργηθεί. Θα περιοριστεί σε ρόλο, θα χειρίζεται πλήκτρα, τα οποία θα μεταφέρουν στον εγκέφαλο των παιδιών τις αναχωνευμένες στα εργαστήρια του πολυπολιτισμικού – αποχαυνωτικού υπουργείου παιδομαζώματος, πληροφορίες. Οι νέες γενιές, θα είναι οι μικροί πειθαρχημένοι στρατιώτες, προετοιμασμένοι από ένα σχολείο πνιγμένο από την εμποροχυδαία πραγματικότητα.

Έχω χαρακτηρίσει τα νέα σχολικά βιβλία της γλώσσας, κακέκτυπο του διαδικτύου. Προφανώς στάλθηκαν ως ένα είδος προπαιδείας σ’ αυτό που έρχεται. Ό, τι αντικρίζει ο μαθητής στην τηλεόραση μεταφέρθηκε στο βιβλίο. Συνταγές μαγειρικής, μικρές αγγελίες, διαφημίσεις, κείμενα ανούσια, ολιγόλογα, κείμενα χρήσιμα για την υποβολή μιας αίτησης ή ενός σύντομου βιογραφικού για μια θέση υποαπασχόλησης. Σε μια γλώσσα παρδαλή, τραυματισμένη, μιξοελληνική.

«Πολλές ρήσεις έχουμε δει ν’ ανατρέπονται, ποτέ όμως την αποφθεγματική εκδοχή: όπου γλώσσα πατρίς», θα πει ο Ελύτης στον «κήπο με τις αυταπάτες». Αν έβλεπε τα τωρινά βιβλία ίσως θα δυσκολευόταν να γράψει αυτό το «ποτέ».

Σχολείο ψηφιακό είναι σχολείο της ορθοπεταλιάς, για να παραφράσω τον τίτλο ενός σπουδαίου βιβλίου του Γ. Καλιόρη. («Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς»). Ένα σχολείο που ξεθεωμένο τρέχει να προλάβει τις δήθεν εξελίξεις, να ανοίξει, όπως λέει ένα κρανιοκενές ευφυολόγημα, στη ζωή.

Όμως το σχολείο, για να παραμείνει σχόλη και σχολή, οφείλει να είναι συντηρητικό, με την απλή και πρωταρχική σημασία της λέξης. Να συντηρεί τα πολυτίμητα τζιβαϊρικά που παρέλαβε απ’ όσους πέρασαν και να τα παραδίδει στους νεότερους, εμπλουτίζοντας, βέβαια, την παράδοση με τα άξια λόγου και μίμησης (αξιόλογα και αξιομίμητα) νεότερα. «Μου φαίνεται ότι ο συντηρητισμός νοούμενος ως συντήρηση, αποτελεί την ίδια την ουσία της εκπαίδευσης, η οποία έχει πάντοτε ως έργο της να περιβάλλει και να προστατεύει κάποιο πράγμα – το παιδί έναντι του κόσμου, τον κόσμο έναντι του παιδιού, το καινούργιο έναντι του παλαιού, το παλαιό έναντι του καινούργιου», εξηγεί η Χάννα Άρεν, ήδη από το 1958, στο απροσπέλαστο δοκίμιό της «η κρίση της εκπαίδευσης».

Πώς όμως να εξηγήσεις την συντηρητική διάσταση που πρέπει να έχει το σχολείο σήμερα, σε ανθρώπους «ξιπασμένους οψίπλουτους», της μάθησης, που υποστηρίζουν ότι «το Νέο Σχολείο είναι πρώτα απ’ όλα ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΧΩΡΙΣ…ΤΟΙΧΟΥΣ! Ένα σχολείο ανοικτό στις ιδέες και στην κοινωνία, στην γνώση και το μέλλον, που αξιοποιεί κάθε σύγχρονο εργαλείο. Ο διαδραστικός πίνακας, το ηλεκτρονικό βιβλίο, το ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό, ο προσωπικός μαθητικός υπολογιστής». (Α. Διαμαντοπούλου. Υποψιάζομαι ότι εκείνο το «τοίχους» γράφτηκε αντί του «τείχη». Από κάτι τέτοιες σαπουνόφουσκες παρασύρονται κάποιοι δάσκαλοι και τριγυρίζουν με τους μαθητές τους ολημερίς και ολονυχτίς, τάχα και εκπαιδευτικές επισκέψεις, αντί να στρωθούν να κάνουν μάθημα μες στην τάξη).

Το κακό είναι πως σ’ αυτόν τον τόπο ό,τι δεν έχει πρόσφατη ημερομηνία έχει ποινικοποιηθεί. Πάσχουμε από άκρατο και άκριτο, ας μου συγχωρεθεί ο όρος, «νεανισμό». (Θυμήθηκα μια φράση του Χάιντεγκερ: «το δέντρο μεγαλώνει από τα κλαδιά του αλλά και από τις ρίζες του»). Βλέπουμε τις ολέθριες συνέπειες αυτού του καταστρεπτικού δόγματος: ό,τι αρέσει στους νέους. Γι’ αυτό και υπολογιστές και διαδίκτυο από το δημοτικό.

Αντί το σχολείο να είναι θεματοφύλακας των τιμαλφών αξιών του Γένους και κάστρο συντήρησης τους, μεταβάλλεται σε πολλαπλασιαστή της περιρρέουσας αμορφωσιάς. Η αναγωγή της αποχαύνωσης σε καινοτόμο παιδαγωγική μέθοδο. Αν υλοποιηθεί η εξαγγελία της διαβιουπουργού σε μερικά χρόνια δίπλα από κάθε σχολείο θα χτίζεται και ένα κέντρο απεξάρτησης των νέων από τις νέες τεχνολογίες.

Πώς να τα εξηγήσεις όμως αυτά σε ανθρώπους που θεωρούν το σχολείο χώρο πειραματισμών, επικοινωνίας, εξουδετέρωσης των κοινωνικών αδικιών και ταξικών ανισοτήτων, εντάξεως των μεταναστών και άλλων εύηχων πραγμάτων;

Θα κλείσω με κάτι που αυτές τις ημέρες μου προκάλεσε «θλίψιν απαρηγόρητον». Προμηθεύτηκα τα αναγνωστικά που είχαν οι μαθητές του δημοτικού πριν από το 1983, πριν ενσκήψει η λαίλαπα του προοδευτισμού. Έχω ενώπιόν μου της Ε΄ δημοτικού. (Στην οποία φέτος διδάσκω). Διαβάζω ονόματα λογοτεχνών που στολίζουν τις σελίδες του: Σολωμός, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Καρκαβίτσας, Κονδυλάκης, Νιρβάνας, Ξενόπουλος, Παπαδιαμάντης, ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η πατρίδα μας.

Πιάνω τα τωρινά με τις συνταγές μαγειρικής και τις οδηγίες χρήσης καφετιέρας και απελπίζομαι. (Περίπου 20 συνταγές στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Ένα ή δύο τα δημοτικά τραγούδια. Σαφές το μήνυμα: αποκοπεί από τις ρίζες και εθισμό στην ευτέλεια). Σκέφτομαι ότι αν μορφώσουμε μια γενιά Ελλήνων με τα «συντηρητικά» εκείνα βιβλία, θα βγουν άνθρωποι που θα σώσουν την πατρίδα μας. Πράγμα βέβαια αδύνατον, όσο επιβιώνει η τιποτοκρατία.

Υπό τις σημερινές συνθήκες, καθώς θα ‘λεγε και ο ποιητής, «το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε».


ΑΠΟ ΡΕΣΑΛΤΟ
Γράφει: Ο Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Περί εθνικής ιστοριογραφίας στην Τουρκία

Κατά καιρούς εγείρεται ως πολιτικό πλέον θέμα η επανασυγγραφή των εγχειριδίων ιστορίας και ο δημόσιος διάλογος που ενσκήπτει επικεντρώνεται στις ιστορικές πτυχές που αφορούν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέσα από το διάλογο προκύπτουν ευδιάκριτα δύο επίπεδα. Σε πρώτο επίπεδο η συζήτηση καταδεικνύει συγκεκριμένες σχολές σκέψεις ιστοριογραφίας και σε δεύτερο επίπεδο η συζήτηση προσεγγίζει και εξαντλεί το θέμα εξολοκλήρου ως πολιτικό. Η πρώτη τάση κινείται αναμφίβολα σε επίπεδο επιστημονικών επιχειρημάτων και, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με τις απόψεις που παρατίθενται, οφείλει να παραδεχθεί ότι σε αυτό το επίπεδο κυρίαρχο στοιχείο είναι ο ορθολογισμός. Το δεύτερο επίπεδο δεν μπορεί να μπει στη βάσανο της αξιολόγησης και της κριτικής γιατί είναι πλέον αρχή ότι η ιστοριογραφία δεν προσαρμόζεται στις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα γένεσης εθνικής ιστοριογραφίας, η οποία εξαρχής λειτούργησε ως εργαλειοποιημένη πολιτική διαδικασία επιβολής κρατικής ιδεολογίας είναι η Τουρκική. Καλό θα ήταν να το γνωρίζουν μερικοί προτού προχωρήσουν σε αφελείς αναφορές του τύπου ότι ένθεν και ένθεν είναι όλα τα ίδια.

Η περίοδος από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το 1923, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χαρακτηρίζεται από τη θεμελιακή αναδόμηση της τουρκικής κοινωνίας με μοναδικό ρυθμιστή των εξελίξεων το ίδιο το κράτος. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η δημιουργία του κεμαλικού κράτους ανάγκασε τη νέα τουρκική πολιτική ελίτ θα εκλάβει εξ αρχής να επανεξετάσει το θέμα της ταυτότητας, τόσο ως πολιτισμική έκφραση όσο και ως ιστορική ενότητα και συνέχεια. Το γεγονός αυτό προσδιόρισε ένα πλαίσιο δράσης που εκ των πραγμάτων παρήγαγε μια βαθιά συναισθηματική διέγερση σε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού του τουρκικού έθνους.

Ο Ατατούρκ αποφασισμένος να διαρρήξει κάθε δεσμό με το τραυματικό παρελθόν της ισλαμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναγκασμένος να διαμορφώσει μια βάση νομιμοποίησης, κατέφυγε στην εφεύρεση ενός μυθικού παρελθόντος κατά το οποίο οι Τούρκοι, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία, καθίστανται πρόγονοι του παγκόσμιου πολιτισμού. Επειδή το ευρωπαϊκό στερεότυπο για τους Τούρκους θεωρούσε ότι ο λαός αυτός ήταν βάρβαρος και κατώτερος, τα νέα δόγματα του τουρκικού εθνικισμού που εμφανίστηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ρίζωσαν βαθιά επειδή διεμορφώθησαν από το επίσημο κράτος και προωθήθησαν μέσω της επίσημης εκπαίδευσης που αναφερόταν στην ιστορία των Τούρκων. Η προσπάθεια αυτή του Κεμάλ υπήρξε τόσο έντονη, ώστε, παρόλο που πολλές δογματικές τοποθετήσεις που εξεφράσθησαν τότε επισήμως δεν διακηρύσσονται σήμερα, επέφεραν ωστόσο μία ισχυρή επιρροή τόσο στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, όσο και στο πλαίσιο των λαϊκών αντιλήψεων για την τουρκική ιστορία.

Ο Ατατούρκ υπήρξε εκείνος που ουσιαστικά διεμόρφωσε τη θεωρία σχετικά με την ιστορία των Τούρκων η οποία είναι γνωστή ως Turk Tarih Tezi (Η Τουρκική Ιστορική Θέση). Παράλληλα, δημιούργησε τους θεσμούς εκείνους, που θα είχαν ως επίσημο καθήκον να επεξεργαστούν, να εκλαϊκεύσουν και να διαδώσουν μέσω αυτής της θεωρίας την επίσημη εκδοχή της ιστορίας στο νεοσύστατο τότε τουρκικό κράτος. Ο Κεμάλ είχε ήδη από την αρχή συνειδητοποιήσει ότι το τουρκικό έθνος σε αντίθεση με το τουρκικό κράτος, είχε μακρόχρονη ιστορία γι’ αυτό και αρχική του επιδίωξη ήταν να τροποποιήσει την ιστορία αυτή κατά τρόπο που να δίνει αίγλη στο μακρύ παρελθόν των Τούρκων. Για τον ιδρυτή του τουρκικού κράτους ήταν πολιτική επιθυμία η επανένωση του έθνους με το παρελθόν και η εθνική ομογενοποίηση ολοκλήρου του πληθυσμού που περιήλθε μέσα στα γεωγραφικά όρια της Τουρκίας. Πιο απλά, το ζήτημα της συγγραφής της ιστορίας ήταν για τον Κεμάλ θέμα πολιτικό και όχι επιστημονικό-ακαδημαϊκό.

Τα βασικά ερωτήματα που απασχολούσαν τον Ατατούρκ όσον αφορά τη συγγραφή της τουρκικής ιστορίας προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα του ιστορικού βάθους και της ιστορικής συνέχειας ήταν:

Ποιοι ήσαν οι πρώτοι κάτοικοι της γεωγραφικής έκτασης που συνιστούσε το τουρκικό κράτος και κατ’ επέκταση ποιος λαός ήταν ο πρώτος που δημιούργησε πολιτισμό σε αυτή την περιοχή,

Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στον παγκόσμιο πολιτισμό και ποια η συνεισφορά των Τούρκων στην παγκόσμια ιστορία και η ίδρυση του Οθωμανικού κράτους, ως του πρώτου τουρκικού κράτους στην Ανατολία, από ένα τουρκικό φύλο, αποτελεί ιστορικό μύθο. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εφευρεθεί μία νέα ερμηνεία για το σχηματισμό του κράτους αυτού.

Με αυτόν τον τρόπο ο Ατατούρκ, όπως και ολόκληρη η στρατιωτική ελίτ που οικοδόμησε το τουρκικό κράτος, υιοθέτησε από την αρχή τη σαφή αντίληψη ότι η ιστορία ήταν έργο του κράτους και θα έπρεπε να καταστεί ένα ισχυρότατο εργαλείο που να ικανοποιούσε τις πολιτικές ανάγκες των δύο πρώτων δεκαετιών του τουρκικού κράτους, δηλαδή της επιβολής της κρατικής ιδεολογίας πάνω στην τουρκική κοινωνία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο Κεμάλ ίδρυσε το 1931 την Επιτροπή Μελέτης της Τουρκικής Ιστορίας, η οποία συμπεριλάμβανε και στρατιωτικούς και συνεδρίαζε όπου βρισκόταν ο Ατατούρκ. Ο δε ίδιος διάβαζε, διόρθωνε και ενέκρινε τα πορίσματά της. Οι δραστηριότητες αυτής της Επιτροπής κορυφώθηκαν το 1932 με τη σύγκληση του πρώτου Συνεδρίου Τουρκικής Ιστορίας το 1932 στην Άγκυρα, όπου διακηρύχθηκε πλέον και επίσημα η Τουρκική Ιστορική Θέση, ανακηρύχθηκε κτήμα του τουρκικού έθνους και υιοθετήθηκε ως επίσημο κρατικό δόγμα.

 
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Νεοταξική παγκοσμιοποίηση και Έθνος – Κράτος

Συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από το τέλος του ψυχρού πολέμου και ένα από τα ερωτήματα που κυριαρχεί έκτοτε είναι κατά πόσο μέσα στα πλαίσια της νεοταξικής πραγματικότητας και εξέλιξης θα υπάρξει υπέρβαση των εθνικών κρατών και σταδιακή αντικατάστασή τους από πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κρατικές οντότητες. Το πρότυπο έθνους που προβάλλεται διεθνώς μέσα από τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης είναι το Αμερικανικό. Οι Αμερικανοί προσπαθούν να επιβάλουν διεθνώς το δικό τους πρότυπο παραβλέποντας το γεγονός ότι η δημιουργία των ΗΠΑ στηρίχθηκε εκ γενετής στον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, αφού ως κράτος συνεκροτήθη από μετανάστες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει αρχίσει να προκαλεί μία διαφοροποίηση ακόμα και σε παραδοσιακά εθνικά κράτη. Το γεγονός αυτό δε δικαιώνει τις ανωτέρω προβλέψεις. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας απέδειξε το αντίθετο, τη δυναμική επάνοδο του εθνικισμού και την επιβεβαίωση του έθνους κράτους. Μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας, η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία ήταν δύο κλασσικές απόπειρες για την υποχρεωτική ένταξη εθνών σε υπερεθνικές κρατικές οντότητες.

Ο 20ος αιώνας σφραγίστηκε από την ίδρυση νέων εθνικών κρατών και όλα δείχνουν ότι αυτή η τάση θα παραμείνει κυρίαρχη. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαδικασία ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου, όμως, είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση, η οποία επιβεβαιώνει ότι μόνον εάν τα έθνη αποκτήσουν το δικό τους κράτος μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν εθελοντικά στη διαμόρφωση μίας πολυεθνικής κοινότητας.

Σχετικά με την Ευρώπη, το ζήτημα του έθνους – κράτους εμφανίζεται περίπλοκο επειδή τα σημαντικότερα έθνη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης είναι, με πλανητικά μέτρα, μεσαίες δυνάμεις, δηλαδή δυνάμεις οι οποίες ούτε μπορούν να μείνουν στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων ούτε να διατηρήσουν τη θέση τους αυτοδύναμα η καθεμιά (πολύ λιγότερο αν η καθεμιά στραφεί εναντίον των υπολοίπων). Οι δυνάμεις αυτές συνειδητοποιούν τη νέα κατάσταση πραγμάτων βαθμιαία μόνον, επειδή παλιές νοοτροπίες τις εμποδίζουν να συλλάβουν τις πλανητικές πλέον διαστάσεις των προβλημάτων και επειδή εν μέρει ακόμα ζουν από τα τεράστια αποθέματα της ιμπεριαλιστικής εποχής. Όσο διαρκούσε αυτή η εποχή, ο ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών μεταξύ τους δεν εμπόδισε την οικουμενική επικράτηση της Ευρώπης – απεναντίας μάλιστα ο ανταγωνισμός ωθούσε προς την επέκταση προκειμένου ο καθένας να μην υστερήσει σε σχέση με την επέκταση των ανταγωνιστών του.

Η κατάσταση αυτή, που κράτησε πάνω από τέσσερις αιώνες, άλλαξε τώρα διπλά: μειώνεται τόσο το ειδικό (οικονομικό, δημογραφικό, γεωπολιτικό) βάρος της Ευρώπης όσο και η κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Ο πλανήτης δεν συνομαδώνεται πλέον γύρω από τον άξονα των ανταγωνισμών αυτών, παρά τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται τώρα να συνομαδωθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι οι μεγάλοι Ευρωπαϊκοί πόλεμοι ήταν δυνατοί επειδή η Ευρώπη κυριαρχούσε στον κόσμο. Σήμερα είναι αδύνατοι επειδή η Ευρώπη έπαυσε να είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ιστορίας.

Για να καταστεί το έθνος – κράτος ξεπερασμένο, η συλλογική οντότητα θα πρέπει να διευρυνθεί και να επιλέξει μίαν άλλη μορφή οργάνωσης της πολιτικής μονάδας. Όμως, πάντοτε θα υπάρχουν και θα δρουν συλλογικές οντότητες με σκοπό να διασφαλίσουν για τους εαυτούς τους πλεονεκτική θέση στον αγώνα κατανομής-εκτός και αν καταστεί περιττή κάθε πολιτική οργάνωση, κάτι που στο παρόν ιστορικό στάδιο φαίνεται ουτοπία.

 
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Μέλος της Κίνησης Πολιτών για τα Εθνικά Θέματα